Η ζωή στη Σκωτία παραμένει πάντα ως έχει: οι παμπ σερβίρουν παγωμένη μπίρα, το τρένο που ενώνει το Εδιμβούργο με τη Γλασκώβη φεύγει στην ώρα του και τα γήπεδα σε αγώνες ράγκμπι ή ποδοσφαίρου γεμίζουν από κόσμο. Υπάρχει μόνο μια διαφορά: εδώ και τρία χρόνια, οι Σκωτσέζοι έχουν προσφύγει στις κάλπες ήδη τέσσερις φορές, «περισσότερες ακόμα και από τους Ελληνες» λένε γελώντας, και έπεται συνέχεια.

Το ποσοστό της περιοχής στις εκλογές για νέα κεντρική κυβέρνηση αναμένεται σε μεγάλο βαθμό να καταλήξει εκ νέου στο Εθνικό Κόμμα της Σκωτίας (SNP), το οποίο έχει πλέον εγκαθιδρύσει την κυριαρχία του στο εκλογικό σώμα –το ψηφίζουν κατά κύριο λόγο πρώην Εργατικοί. Παρά το γεγονός ότι η τοπική διοίκηση του κόμματος άλλαξε δραστικά και ο Τζέρεμι Κόρμπιν είναι συμπαθής στους σκωτσέζους αριστερούς, οι Εργατικοί δεν κατάφεραν να κερδίσουν πίσω τους ψηφοφόρους τους, που στο πρόσωπο της Νίκολα Στέρτζον βλέπουν τον άνθρωπο που μάχεται για τα δικαιώματα της Σκωτίας και πιστεύουν πως μόνο το SNP κάνει πραγματική αντιπολίτευση στη Τερίζα Μέι.

Οι Εργατικοί δείχνουν να έχουν συμβιβαστεί με τα νέα δεδομένα. Στην (μικρή, είναι η αλήθεια) πιθανότητα που το κόμμα του Τζέρεμι Κόρμπιν βγει πρώτο την Πέμπτη, ο αρχηγός θα προστρέξει στο SNP για κοινοβουλευτική υποστήριξη και τη διαμόρφωση ενός προοδευτικού μετώπου, ένα σενάριο που δεν βρίσκει αρνητική τη Στέρτζον. Το πραγματικό μέτωπο στη Σκωτία είναι ανάμεσα στο SNP και τους Συντηρητικούς. Οι Σκωτσέζοι Τόρις, με επικεφαλής τη Ρουθ Ντέιβιντσον, είδαν πέρσι το ποσοστό τους να ανεβαίνει στην τοπική Βουλή. Αντί λοιπόν να αντιμάχεται τους Εργατικούς, η Στέρτζον επικεντρώνει την κριτική της στην Ντέιβιντσον, αποκαλώντας την «μαριονέτα της Μέι» και εκμεταλλευόμενη τη διφορούμενη στάση που είχε κρατήσει στο Brexit.

Στην πραγματικότητα, όμως, την Πέμπτη οι Σκωτσέζοι βρίσκονται ξανά μπροστά στο ερώτημα ενός νέου δημοψηφίσματος για ανεξαρτησία. Αν η παρουσία του SNP στο Ουέστμνιστερ παραμείνει ισχυρή, τότε η Στέρτζον, που τονίζει σε κάθε της εμφάνιση ότι το νέο δημοψήφισμα είναι αναπόσπαστο κομμάτι του προγράμματός της, θα έχει αποσπάσει επισήμως την κοινωνική συμφωνία που απαιτείται για να προχωρήσει. Αν πάλι το ποσοστό του SNP δεν είναι το αναμενόμενο, τότε θα πρέπει να βρεθεί άλλος τρόπος «κοινωνικής» επικύρωσης του δημοψηφίσματος, το οποίο έχει ήδη «περάσει» από τη σκωτσέζικη Βουλή.

Το SNP παίζει ένα επικίνδυνο παιχνίδι. Σε περίπτωση που προχωρήσει σε δημοψήφισμα μέσα στο 2018 θα έχει να αντιμετωπίσει την αυξανόμενη αίσθηση που υπάρχει στη Σκωτία ότι η ανεξαρτησία είναι ένας αγώνας που έχει δοθεί και έχει χαθεί –ένα καινούριο δημοψήφισμα μπορεί μόνο να είναι διχαστικό. Τι έχει αλλάξει και κάνει το SNP να ελπίζει ότι μπορεί να κερδίσει αυτή τη φορά; Μα, φυσικά, το Brexit.

Η έξοδος του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ είναι η τεράστια πολιτική αλλαγή που έκανε εφικτή την εκ νέου συζήτηση περί ανεξαρτησίας και αποτελεί τον βασικό λόγο για την προκήρυξη του δημοψηφίσματος. Σε περίπτωση που αυτό όντως διεξαχθεί η επόμενη κεντρική κυβέρνηση θα βρει στο στρατόπεδο της ανεξαρτησίας όχι μόνο τη συσσωρευμένη αγανάκτηση των Σκωτσέζων για τις μειωμένες εξουσίες της τοπικής κυβέρνησης αλλά και τη βαθιά τους πεποίθηση, η οποία αποτυπώθηκε και στο ποσοστό του Remain στην περιοχή, ότι η χώρα πρέπει να παραμείνει κομμάτι της ενωμένης Ευρώπης.

Η Στέρτζον έχει ήδη ξεκαθαρίσει πως η ένταξη μιας ανεξάρτητης Σκωτίας στην ΕΕ θα μπορούσε να γίνει σε στάδια. Ο δρ Δημήτρης Καγιάρος, ο οποίος διδάσκει νομικά στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου, συμφωνεί μαζί της. «Αν δεν υπάρξουν αντιρρήσεις από άλλα κράτη – μέλη, η διαδικασία επανένταξης δεν θα ήταν ιδιαίτερα περίπλοκη καθότι η Σκωτία ήδη έχει και εφαρμόζει το ευρωπαϊκό κεκτημένο. Στο προηγούμενο δημοψήφισμα ανεξαρτησίας υπήρχαν πολύ βάσιμες εικασίες πως χώρες όπως η Ισπανία θα έθεταν βέτο στη ένταξη της Σκωτίας. Ο κίνδυνος για ένα τέτοιο εμπόδιο είναι μειωμένος τώρα καθώς η κατάσταση είναι διαφορετική. Αυτή τη φορά η Σκωτία δεν θέλει να αποσχιστεί από κράτος της ΕΕ και να επανενταχθεί στην ΕΕ, απλώς θέλει να παραμείνει στην ΕΕ, ενώ το κράτος θέλει να φύγει. Αυτό αλλάζει κάπως την αφήγηση και ίσως η ΕΕ να κινηθεί πιο φιλικά προς μια ανεξάρτητη Σκωτία», αναφέρει χαρακτηριστικά.

Ο δρ Καγιάρος υποστηρίζει ότι η κυβέρνηση της Σκωτίας μόνο θεωρητικά έχει τη δυνατότητα παρέμβασης στο Brexit: «Οι σχέσεις του Ηνωμένου Βασιλείου με την ΕΕ ανήκουν στην αποκλειστική αρμοδιότητα του κεντρικού Κοινοβουλίου και της κεντρικής κυβέρνησης. Οπότε, αν οι διαπραγματεύσεις με την ΕΕ καταλήξουν στο λεγόμενο hard Brexit, και το κεντρικό Κοινοβούλιο το εγκρίνει, η Σκωτία δεν θα έχει πολλά περιθώρια ελιγμών». Και συμπληρώνει: «Στον βαθμό που το Brexit επηρεάσει θέματα που εμπίπτουν στις αρμοδιότητες της Σκωτίας, σύμφωνα με τη συνταγματική συνθήκη Sewel Convention, το Ουέστμινστερ πρέπει να λάβει τη σύμφωνη γνώμη της Σκωτίας πριν νομοθετήσει. Αυτό θεωρητικά θα έδινε στη Σκωτία τη δύναμη να θέσει όρους. Στην ουσία, όμως, οι συνταγματικές συνθήκες δεν είναι νομικά δεσμευτικές, έχουν μόνο πολιτική ισχύ».

Σε κάθε περίπτωση, η στάση της Σκωτίας την Πέμπτη δεν θα έχει αντίκτυπο μόνο στην ίδια την περιοχή αλλά και στην Βόρεια Ιρλανδία, η οποία προσέρχεται στις εκλογές με κύριο διακύβευμα τη διατήρηση της συμφωνίας της Μεγάλης Παρασκευής μετά το Brexit. Αν οι όροι της εξόδου δεν την καλύψουν, πολύ πιθανό να θέσει και αυτή στο τραπέζι ένα δημοψήφισμα για ένωση με το κράτος της Ιρλανδίας όπως προτείνει προεκλογικά το Sinn Fein.