Προερχόταν από οικογένεια αστών της Βαρκελώνης. Η μητέρα του είχε σκοτωθεί όταν εκείνος ήταν επτά ετών στη διάρκεια αεροπορικής επιδρομής των δυνάμεων του στρατηγού Φράνκο την εποχή του ισπανικού εμφυλίου. Από τα 11 του χρόνια ξεκίνησε να γράφει ύστερα από προτροπή του θείου του και τα πρώτα του διηγήματα εκδόθηκαν μόλις αποφοίτησε από τη νομική σχολή. Γρήγορα όμως η ολοκληρωτική αντίστασή του στο φασιστικό καθεστώς και η επιβολή της λογοκρισίας τον οδήγησαν στον δρόμο της εξορίας προς τη Γαλλία. Ο περισσότερο από πενήντα χρόνια εκπατρισμένος Χουάν Γκοϊτισόλο, που έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 86 ετών την περασμένη Κυριακή, υπήρξε ατύπως ο εθνικός συγγραφέας της Ισπανίας. Τους τελευταίους μήνες βρισκόταν στο Μαρακές του Μαρόκου περιτριγυρισμένος από αγαπημένα του πρόσωπα. Η υγεία του είχε εξασθενήσει και ένα κάταγμα στο ισχίο τον υποχρέωσε να χρησιμοποιεί τροχήλατο κάθισμα.

Βραβευμένος το 2014 με το Βραβείο Θερβάντες, τη σημαντικότερη διάκριση για ισπανόφωνους λογοτέχνες, διετέλεσε επίσης μέλος της Βασιλικής Ακαδημίας. Γεννημένος το 1931 ο Χουάν Γκοϊτισόλο ανέδειξε μέσα από το έργο του το στοιχείο της αποξένωσης αλλά και της εξέγερσης. Ανάμεσα στα πιο γνωστά έργα του είναι το «Στοιχεία ταυτότητας» (1966), το οποίο εκδόθηκε στα ελληνικά το 2007 από τον Κέδρο. Από τον ίδιο οίκο εκδόθηκαν επίσης τα: «Τρεις εβδομάδες σ’ ένα φανταστικό κήπο» (Εξάντας), «Αυλαία» και το «Οικογένεια Καρλ Μαρξ». Ο Γκοϊτισόλο έγραφε με πρόθεση να αναπτύξει «ένα σύνθετο ύφος, διαμορφωμένο από πολλαπλές οπτικές και ταυτόχρονες πλοκές» όπως είχε εξηγήσει ο ίδιος σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Guardian», επιλέγοντας να εναντιωθεί στην πτώση των μεγάλων μυθιστορημάτων εξαιτίας των μπεστ σέλερ.

Ωστόσο ελάχιστα από τα έργα του μεταφράστηκαν σε άλλες γλώσσες και ο ίδιος δεν απέκτησε παγκόσμια αναγνώριση. Και παρά τη φήμη του ως του πλέον καυστικού κριτή της χώρας του. Σε περισσότερα από 30 βιβλία (μυθιστορήματα, δοκίμια, δημοσιογραφικά και αυτοβιογραφικά κείμενα) ο Γκοϊτισόλο έστρεψε τα πυρά του ενάντια στην «ηλιόλουστη Ισπανία» που προωθούσε η βιομηχανία του τουρισμού. Εψεγε μάλιστα τους συμπατριώτες του για την απόρριψη του αραβικού και εβραϊκού πολιτισμικού υποβάθρου τους ενώ ο ίδιος έδειξε το πάθος του για τον ισλαμικό πολιτισμό μαθαίνοντας αραβικά της Βόρειας Αφρικής –πέρα από τα ιδιωματικά ισπανικά της Καστίλης και της Καταλωνίας. Επίσης μιλούσε γαλλικά, αγγλικά και τουρκικά.

Από τους στενούς του φίλους ο μεξικανός νομπελίστας συγγραφέας Κάρλος Φουέντες είχε συγκρίνει την περίπτωση του Γκοϊτισόλο με εκείνη του ιρλανδού Τζόναθαν Σουίφτ παρατηρώντας πως είναι«εξόριστοι, καταδικασμένοι να ζήσουν με τη γλώσσα της καταπίεσής τους, να την αφομοιώσουν, να την αποβάλουν, να την τσαλαπατήσουν και μετά να παραδοθούν». Ενώ ο περουβιανός συγγραφέας Μάριο Βάργκας Λιόσα είχε επισημάνει ότι τα βιβλία του είναι «ανήσυχα και αποκαλυπτικά, ένα παράξενο μείγμα άσεμνης αυτοβιογραφίας, καθαίρεσης μυθολογιών και συμβατικών ειδώλων, παθιασμένης εξερεύνησης της περιφέρειας της Δύσης –ιδιαίτερα του αραβικού κόσμου -, και ενός έντονου γλωσσικού πειράματος».