«Είναι ασυνήθιστη και όπως θα περίμενε κανείς, καλλιεπής. Τώρα που δόθηκε λοιπόν η διάλεξη, η περιπέτεια φτάνει στο τέλος της» έλεγε η Σάρα Ντένιους, η γραμματέας της Σουηδικής Ακαδημίας. Και η αλήθεια είναι ότι ο Μπομπ Ντίλαν μάς έβγαλε το λάδι: από εκείνη την ημέρα του περασμένου Οκτωβρίου όταν βραβεύτηκε με το Νομπέλ Λογοτεχνίας, ο αμερικανός τραγουδοποιός είτε λόγω φορτωμένου προγράμματος είτε εξαιτίας κάποιας αμφιθυμίας, αφενός δεν εμφανίστηκε στην επίσημη τελετή απονομής του βραβείου τον Δεκέμβριο, αφετέρου το παρέλαβε σχεδόν ινκόγκνιτο.

Το μόνο που είχε απομείνει ήταν να δώσει την προβλεπόμενη από το πρωτόκολλο και απαραίτητη προϋπόθεση για το χρηματικό έπαθλο διάλεξή του. Την έστειλε την περασμένη Δευτέρα, λίγο πριν από την εκπνοή της προθεσμίας, ηχογραφημένη και η ταξιδιάρικη ανάγνωσή του συνοδεύεται από ένα χαλαρό τζαζ πιανάκι. Δεν έχει πολλή σημασία αν συμμορφώθηκε προκειμένου να εισπράξει τα περίπου 800.000 ευρώ. Σημασία έχει ότι στο σχεδόν 4.000 λέξεων κείμενο, ο άνθρωπός μας αναρωτιέται για τη λογοτεχνική αξία της στιχουργικής του. Παραθέτει τις αρχικές επιρροές του (τον Θερβάντες, τον Τζόναθαν Σουίφτ ή τον Ντάνιελ Ντεφόε), βουτάει στον κόσμο του «Μόμπι Ντικ», τρέμει μπροστά στη φρίκη του «Δυτικού μετώπου» ή παραλλάσσει διδακτικά την «Οδύσσεια». Τελικά, εκείνη η αγωνία για τη λογοτεχνική αξία των τραγουδιών του μοιάζει να μένει αναπάντητη ή και βασανιστική. Πόσο σημαντικό είναι όμως όταν αυτή απασχολεί κάποιον όπως ο Ντίλαν;

ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΚΑΛΕΣΜΑ. «Αν έπρεπε να αφηγηθώ πώς άρχισαν όλα, νομίζω ότι θα άρχιζα με τον Μπάντι Χόλι. (…) Τον άκουσα μόνο μια φορά, λίγες ημέρες προτού χαθεί. Επρεπε να ταξιδέψω εκατό μίλια για να τον δω να παίζει και δεν απογοητεύτηκα. Ηταν παντοδύναμος, ξεσηκωτικός, με επιβλητική παρουσία. Εμοιαζε μεγαλύτερος από 22 χρονών. Και ξαφνικά συνέβη το πιο παράξενο πράγμα. Το βλέμμα του καρφώθηκε ακριβώς μέσα στα μάτια μου και κάτι μετέδωσε. Δεν ήξερα τι. Και με έκανε να ανατριχιάσω».

ΣΧΟΛΙΚΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ. «Εμαθα πολλά στο σχολείο, “Δον Κιχώτη”, “Ιβανόη”, “Ροβινσώνα Κρούσο”, “Τα ταξίδια του Γκιούλιβερ”, “Ιστορία δύο πόλεων” και όλα αυτά –τυπικά σχολικά αναγνώσματα που σου έδιναν έναν τρόπο να καταλαβαίνεις τη ζωή, μια κατανόηση της ανθρώπινης φύσης και ένα μέτρο σύγκρισης. Τα πήρα όλα στις αποσκευές μου όταν άρχισα να γράφω στίχους. Και τα θέματα εκείνων των βιβλίων βρήκαν τον δρόμο τους σε πολλά τραγούδια μου, είτε ηθελημένα είτε ασυναίσθητα. Ηθελα να γράψω τραγούδια που δεν θα μοιάζουν με κανένα από όσα έχουν ακουστεί και εκείνα τα θέματα ήταν θεμελιώδη».

«ΜΟΜΠΙ ΝΤΙΚ». «Είναι μια ναυτική ιστορία. Ενας από τους άντρες, ο αφηγητής, λέει “Λέγε με Ισμαήλ”. Κάποιος τον ρωτάει από πού κατάγεται κι εκείνος αποκρίνεται “Δεν υπάρχει σε κανένα χάρτη. Οπως όλοι οι πραγματικοί τόποι”. Ο Σταμπ δεν βρίσκει νόημα σε τίποτα, πιστεύει πως όλα είναι προκαθορισμένα. Ο Ισμαήλ ζει σε πλοίο όλη του τη ζωή. Χαρακτηρίζει τα πλοία ως το Χάρβαρντ και το Γέιλ του. Κρατάει τις αποστάσεις του από τους ανθρώπους. (…) Τα πάντα αναμειγνύονται εδώ. Ολοι οι μύθοι: η ιουδαιοχριστιανική Βίβλος, οι ινδουιστικοί μύθοι, οι βρετανικοί θρύλοι, ο Αγιος Γεώργιος, ο Περσέας, ο Ηρακλής –είναι όλοι κυνηγοί. (…) Υψηλή κουλτούρα, κοινό γούστο, το κυνήγι των ψευδαισθήσεων, το κυνήγι του θανάτου, η μεγάλη λευκή φάλαινα, λευκή σαν πολική αρκούδα, λευκή σαν τον λευκό άνθρωπο, τον αυτοκράτορα, τη Νέμεση, την ενσάρκωση του κακού. Ο παράφρων καπετάνιος που έχασε το πόδι του χρόνια πριν, προσπαθώντας να επιτεθεί στον Μόμπι Ντικ με ένα μαχαίρι».

Η ΦΡΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ. «Το “Ουδέν νεώτερον από το δυτικό μέτωπο” είναι μια ιστορία τρόμου. Είναι ένα βιβλίο για να χάσεις την παιδικότητά σου, την πίστη σου σε έναν κόσμο με νόημα, τη μέριμνά σου για το άτομο. Είσαι εγκλωβισμένος σε έναν εφιάλτη. Ρουφηγμένος από μια μυστηριώδη δίνη θανάτου και πόνου. Προστατεύεις τον εαυτό σου από την εξάλειψη. Σβήνεσαι από τον χάρτη. Μια φορά κι έναν καιρό ήσουν ένας αγνός νέος με μεγάλα όνειρα, ήθελες να γίνεις κλασικός πιανίστας. Κάποτε αγαπούσες τη ζωή και τον κόσμο και τώρα τα πυροβολείς μέχρι να γίνουν κομματάκια. Μέρα με την ημέρα, σε τσιμπούν οι σφήκες και τα σκουλήκια πίνουν το αίμα σου. Είσαι ένα στριμωγμένο ζώο. Δεν χωράς πουθενά. Η βροχή πέφτει μονότονα. Ατέλειωτες επιθέσεις, δηλητηριώδη αέρια, παραλυτικά αέρια, μορφίνη, φλεγόμενα ρυάκια βενζίνης, σκάψιμο και παρακάλια για φαγητό, γρίπη τύφος, δυσεντερία. Η ζωή γκρεμίζεται γύρω σου και οι οβίδες σφυρίζουν. Αυτό είναι το κατώτατο επίπεδο της Κόλασης. (…) Τελείωσα το βιβλίο και το έκλεισα. Δεν ήθελα να ξαναδιαβάσω άλλο πολεμικό μυθιστόρημα και δεν το έκανα ποτέ».

Η ΟΔΥΣΣΕΙΑ ΤΟΥ ΚΑΘΕΝΟΣ. «Ο Οδυσσέας έφτασε να γίνει ένας άγνωστος. Και όταν όλα τελείωσαν, όταν γύρισε στο σπίτι, κάθησε με τη γυναίκα του και της διηγήθηκε τις ιστορίες. (…) Είναι ένας δρόμος δύσκολος να τον περπατήσεις. Από πολλές απόψεις, κάποιες από τις περιπέτειες του Οδυσσέα έχουν συμβεί και σ’ εσένα. Και στο δικό σου ποτό έριξαν υπνωτικό. Κι εσύ μοιράστηκες το κρεβάτι σου με τη λάθος γυναίκα. Κι εσένα σε συνεπήραν μαγευτικές φωνές, γλυκές φωνές, με παράξενες μελωδίες. Κι είχες επίσης δύσκολα διλήμματα. Κι ακόμα δεν είχε τελειώσει τίποτα».

ΕΙΝΑΙ ΑΡΡΩΣΤΙΑ ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ. «Τα τραγούδια είναι ζωντανά στη γη των ζωντανών. Δεν είναι όμως σαν τη λογοτεχνία. Είναι καμωμένα για να τραγουδιούνται, όχι να διαβάζονται. Τα λόγια στα έργα του Σαίξπηρ γράφτηκαν για να παίζονται στη σκηνή. Ετσι και οι στίχοι. Ελπίζω κάποιοι από εσάς να έχετε την ευκαιρία να τους ακούσετε έτσι όπως είναι φτιαγμένοι να ακουστούν: σε συναυλίες, σε δίσκους ή όπως τέλος πάντων ακούν τραγούδια οι άνθρωποι αυτές τις ημέρες. Κάθε τόσο επιστρέφω στον Ομηρο, που λέει “τραγούδησε με τη φωνή μου, Μούσα, και μέσα από μένα, πες την ιστορία”».