Ο εμφύλιος πόλεμος ξέσπασε έπειτα από σχετική καταγγελία των ενδοκρινολόγων ότι η Ελληνική Διαβητολογική Εταιρεία (ΕΔΕ) κατέθεσε εισήγηση στην αρμόδια Επιτροπή Εκπαίδευσης – Μετεκπαίδευσης του Κεντρικού Συμβουλίου Υγείας (ΚΕΣΥ) για να αναλάβουν αποκλειστικά παθολόγοι και παιδίατροι την εξειδίκευση στον σακχαρώδη διαβήτη.
Ενδεικτικό των τεταμένων σχέσεων εντός της ιατρικής κοινότητας είναι ότι η Ελληνική Ενδοκρινολογική Εταιρεία – Πανελλήνια Ενωση Ενδοκρινολόγων (ΕΕΕ – ΠΕΕ) απέστειλε εξώδικο στον πρόεδρο του ΚΕΣΥ και… συνάδελφό της (καθώς ο ίδιος είναι καθηγητής Ενδοκρινολογίας στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Πατρών) Κώστα Μάρκου.
Παρά ταύτα, η Επιτροπή έκανε δεκτό το αίτημα των παθολόγων – διαβητολόγων, με αποτέλεσμα η τελευταία πράξη του έργου να παιχτεί προσεχώς –το πιθανότερο την ερχόμενη Παρασκευή. Και αυτό διότι το θέμα έχει παραπεμφθεί για συζήτηση στην Ολομέλεια του ΚΕΣΥ, που θα συνεδριάσει –σύμφωνα με τον έως τώρα προγραμματισμό –στο τέλος της εβδομάδας. Ετσι, ανάλογα με την απόφαση που θα ληφθεί, θα ακολουθήσει σχετική εισήγηση προς την ηγεσία του υπουργείου Υγείας.
Μάλιστα, υπό τις εξελίξεις αυτές, οι ενδοκρινολόγοι έχουν προγραμματίσει συγκέντρωση διαμαρτυρίας έξω από τα γραφεία του ΚΕΣΥ την Παρασκευή.
Οι παθολόγοι – μέλη της Ελληνικής Διαβητολογικής Εταιρείας (ΕΔΕ) απαντούν από την πλευρά τουςότι ουδέποτε ο στόχος τους ήταν η αποκλειστική διαχείριση του διαβήτη από παθολόγους – παιδιάτρους.
Και συνεχίζουν: «Η ΕΔΕ ξεκαθαρίζει ότι έχει τοποθετηθεί πως ο διαβήτης διεθνώς εμπίπτει στο γνωστικό αντικείμενο τριών ειδικοτήτων (παθολόγων – παιδιάτρων – ενδοκρινολόγων), αλλά πλέον και των γενικών γιατρών, οι οποίοι ασκούν την Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας».
Σε κάθε περίπτωση, η εμπλοκή αυτή έχει προκαλέσει σύγχυση στους ασθενείς που πάσχουν από σακχαρώδη διαβήτη στη χώρα μας, με φόντο τη διαχείριση της ασθένειάς τους.
Πολύ δε περισσότερο εάν λάβει κανείς υπόψη του ότι η συγκεκριμένη ασθένεια λαμβάνει διαστάσεις επιδημίας, καθώς ένας στους δέκα Ελληνες είναι διαβητικός και το γνωρίζει.
Το πιο ανησυχητικό στοιχείο ωστόσο, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα, είναι ότι ο αριθμός των ασθενών με διαβήτη στη χώρα μας έχει τετραπλασιαστεί τα τελευταία 30 χρόνια και ότι ο διαβήτης τύπου 1 (είναι απαραίτητη η ινσουλίνη από την πρώτη στιγμή της διάγνωσης και εφ’ όρου ζωής) αυξάνεται κατά 3% κάθε χρόνο στα παιδιά και στους εφήβους.
Ομως, και ο διαβήτης τύπου 2 (σχετίζεται πρωτίστως με τον τρόπο ζωής, με πρώτο παράγοντα κινδύνου την παχυσαρκία) προσβάλλει πλέον όλο και μικρότερες ηλικίες, μεταξύ των οποίων ακόμη και παιδιά.
Το αλμυρό κόστος του σακχάρου
Υπό τις συνθήκες αυτές έχουν διεξαχθεί αρκετές μελέτες για τον υπολογισμό (κατ’ εκτίμηση) του κόστους του σακχαρώδους διαβήτη.
Σύμφωνα με αυτές, υπολογίζεται ότι το άμεσο ετήσιο κόστος της ασθένειας ανέρχεται περίπου στα 1.300 ευρώ. Εάν όμως συμπεριληφθεί και η επιβάρυνση εξαιτίας της γενικότερης συννοσηρότητας και των επιπλοκών που προκαλεί η νόσος, τότε το συνολικό κόστος διαχείρισης του σακχαρώδους διαβήτη στην Ελλάδαανέρχεται σε 7.111 ευρώ ετησίως ανά ασθενή.
Αρκεί κανείς να αναλογιστεί ότι ο μεγαλύτερος ασφαλιστικός Οργανισμός της χώρας (ΕΟΠΥΥ), υπό την ομπρέλα του οποίου λαμβάνουν φαρμακευτική περίθαλψη τουλάχιστον 10 εκατομμύρια ασφαλισμένοι, δαπανά ετησίως 60 εκατομμύρια ευρώ μόνο για την κάλυψη των υλικών του σακχαρώδους διαβήτη.
Ο εμφύλιος των ειδικοτήτων
Το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο δεν προβλέπει ειδικότητα διαβητολόγου, με αποτέλεσμα το κενό αυτό να αποτελεί πλέον πεδίο σφοδρής διαμάχης ανάμεσα στους ενδοκρινολόγους και τους παθολόγους.
Η εξειδίκευση στον σακχαρώδη διαβήτη (η αποκαλούμενη διαβητολογία), όπως σημειώνουν οι ενδοκρινολόγοι, δεν είναι αναγνωρισμένη στη χώρα μας, ούτε ως τίτλος ιατρικής ειδικότητας ούτε ως τίτλος ιατρικής εξειδίκευσης, και επιμένουν ότι «μόνο οι ενδοκρινολόγοι δικαιούνταινα φέρουν τον τίτλο του διαβητολόγου».
Στο πλαίσιο αυτό, η ΕΕΕ – ΠΕΕ σημειώνει ότι η χρήση του τίτλου αυτού από γιατρούς άλλων ειδικοτήτων είναι μη νόμιμη, με τους ίδιους να διεκδικούν παράλληλα την αλλαγή τίτλου της ειδικότητας από «ενδοκρινολογία» σε «ενδοκρινολογία – διαβήτης – μεταβολισμός», σε εναρμόνιση με όλες τις ευρωπαϊκές χώρες.
Οι παθολόγοι από την πλευρά τους επικαλούνται επίσης το ευρωπαϊκό παράδειγμα για να ισχυροποιήσουν τη θέση τους. Ουδέποτε η ΕΔΕ ισχυρίσθηκε πως η διαβητολογία είναι ειδικότητα. Ομως «δεν μπορεί να είναι αποδεκτό το σκεπτικό ότι μόνο οι ενδοκρινολόγοι δικαιούνται να φέρουν τον τίτλο του διαβητολόγου, όταν σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες τον τίτλο αυτόν (diabetologist) φέρουν και οι παθολόγοι έπειτα απόειδικήεπιπλέον εκπαίδευσημετά το πέρας της ειδικότητας».
Οι παθήσεις, συμπληρώνουν οι παθολόγοι, δεν είναι αποκλειστική ιδιοκτησία καμιάς ειδικότητας, και αυτόισχύει ιδιαίτερα για τον διαβήτη όπου ο κάθε ασθενής έχει συννοσηρότητες από όλα τα συστήματα, μηδενός εξαιρουμένου (ακόμα και της ψυχικής σφαίρας), και επομένως «εμπίπτει σαφέστατα στο γνωστικό αντικείμενο της εσωτερικής παθολογίας, μητέρας όλων των υπόλοιπων ειδικοτήτων».
Διαξιφισμοί και αντεγκλήσεις
Τα επιχειρήματα και τα εντεπιχειρήματα που κατατίθενται εκατέρωθεν με ρυθμούς πολυβόλου δεν σταματούν εδώ. Οι ενδοκρινολόγοι υποστηρίζουν ότι η προτεινόμενη από το ΚΕΣΥ «εξειδίκευση στον σακχαρώδη διαβήτη μόνο των μη ενδοκρινολόγων θα προκαλέσει τεράστια σύγχυση στους ασθενείς και δραματική μείωση στο επίπεδο της φροντίδας τους, αφού οι γιατροί που θα τους αντιμετωπίζουν δεν θα είναι εκπαιδευμένοι σε όλες τις ενδοκρινοπάθειες (παθήσεις που σχετίζονται με τις ορμόνες) αλλά σε μία μεμονωμένη, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη ότι ο σακχαρώδης διαβήτης επηρεάζει και άλλα όργανα και ιστούς πλην του παγκρέατος».
Και συνεχίζουν σημειώνοντας ότι ο σακχαρώδης διαβήτης ανήκει στις ενδοκρινοπάθειες και «υποχρεωτικά διδάσκεται στο πλαίσιο της ειδικότητας της ενδοκρινολογίας».
Η άμεση απάντηση των παθολόγων παραπέμπει σε μάχη των λέξεων: «Η λέξη“υποχρεωτικά” υποδηλώνει ότι ο διαβήτης διδάσκεταιμόνο στο πλαίσιο της ενδοκρινολογίας και οι άλλες ειδικότητες δεν δικαιούνται να τον διδάξουν». Ομως αυτό, όπως υποστηρίζουν, είναι απόλυτα ανακριβές, διότι σε όλα τα βιβλία (ξενόγλωσσα και ελληνικά) εσωτερικής παθολογίας ο διαβήτης καταλαμβάνει ένα σημαντικό κομμάτι, αφού προσβάλλει όλα τα συστήματα, και «επομένως αποτελεί διεθνώς ένα από τα κορυφαία γνωστικά αντικείμενα της παθολογίας».
Επίσης, συμπληρώνουν ότι «όλες οι παθολογικές κλινικές όλων των δημόσιων νοσοκομείων είναι γεμάτες από ασθενείς με διαβήτη λόγω συννοσηροτήτων ή λοιμώξεων και επομένως οι εκπαιδευόμενοι οφείλουν να διδαχθούν την πολυσυστηματική αυτή πάθηση για να μπορούν να τους διαχειρισθούν».
Η κόντρα της εξειδίκευσης
Οσο συνεχίζεται η αντιπαράθεση τόσο πιο θολό γίνεται το τοπίο των ιατρικών εξειδικεύσεων. Κατά τη συνέντευξη Τύπου που παραχώρησαν ο Ζαδάλλα Μούσλεχ, διδάκτωρ της Ιατρικής Σχολής του ΑΠΘ και πρόεδρος της ΕΕΕ – ΠΕΕ, και η Ευανθία Διαμάντη – Κανδαράκη, καθηγήτρια Ιατρικής Σχολής ΕΚΠΑ και γενική γραμματέας της ΕΕΕ – ΠΕΕ, επισημάνθηκε μεταξύ άλλων ότι «η Ελληνική Διαβητολογική Εταιρεία αναφέρει στην εισήγησή της προς το ΚΕΣΥ ότι η διαβητολογία καθορίζεται ως εξειδίκευση ιατρών που έχουν ειδικευθεί στην ειδικότητα είτε της παθολογίας είτε της παιδιατρικής, με αντικείμενο την απόκτηση ειδικών γνώσεων για την πρόληψη, διάγνωση και θεραπεία του σακχαρώδους διαβήτη και των επιπλοκών του».
Με τη λογική της Ελληνικής Διαβητολογικής Εταιρείας, συνέχισαν οι ομιλητές, «ο ενδοκρινολόγος, ο οποίος υποχρεωτικά εκπαιδεύεται (εξειδικεύεται) για δύο χρόνια στην παθολογία στο πλαίσιο των σπουδών του, κανονικά είναι και… παθολόγος (κατά το διαβητολόγος), ενώ ο παθολόγος που έχει εξειδικευθεί στη διαβητική νεφροπάθεια ουσιαστικά είναι και… νεφρολόγος».
Αυτός είναι και ο λόγος που οι ενδοκρινολόγοι επιμένουν στην αναγκαιότητα θέσπισης της εξειδίκευσης στον σακχαρώδη διαβήτη, σύμφωνα και με την πάγια θέση της Ευρωπαϊκής Ενωσης Ειδικευμένων Ιατρών (UEMS), της Ευρωπαϊκής Ενδοκρινολογικής Εταιρείας (ESE), της συντριπτικής πλειονότητας των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης, αλλά και του παράγωγου Κοινοτικού Δικαίου.
Η Ελληνική Διαβητολογική Εταιρεία δεν αφήνει αναπάντητο ούτε τον παραπάνω ισχυρισμό, υπογραμμίζοντας ότι «η λέξη“ειδικότητα”σημαίνει ότι εκπαιδεύεσαι σε όλα τα νοσήματα της ειδικότητας (για παράδειγμα,όσον αφορά την παθολογία εκπαιδεύεσαι στα πάντα, όσον αφορά την ενδοκρινολογία μόνο στους ενδοκρινείς αδένες). Η λέξη“εξειδίκευση”όμως σημαίνει ότι εκπαιδεύεσαιμετά την ειδικότητασε ένα νόσημα,προσπαθώντας να εμβαθύνεις περισσότερο για να γίνεις πιο επαρκής».
Σημειώνεται δε ότι οι παθολόγοι υποστηρίζουν ότι το Κοινοτικό Δίκαιο που επικαλούνται οι ενδοκρινολόγοι δεν έχει καμία απολύτως σχέση με το συγκεκριμένο αντικείμενο. Αντίθετα, «η κοινοτική νομοθεσίαενθαρρύνει τις εξειδικεύσεις μέσα στο πλαίσιο των ειδικοτήτων».