Ενδεικτικό των τεταμένων σχέσεων εντός της ιατρικής κοινότητας είναι ότι η Ελληνική Ενδοκρινολογική Εταιρεία – Πανελλήνια Ενωση Ενδοκρινολόγων (ΕΕΕ – ΠΕΕ) απέστειλε εξώδικο στον πρόεδρο του ΚΕΣΥ και… συνάδελφό της (καθώς ο ίδιος είναι καθηγητής Ενδοκρινολογίας στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Πατρών) Κώστα Μάρκου.
Μάλιστα, υπό τις εξελίξεις αυτές, οι ενδοκρινολόγοι έχουν προγραμματίσει συγκέντρωση διαμαρτυρίας έξω από τα γραφεία του ΚΕΣΥ την Παρασκευή.
Και συνεχίζουν: «Η ΕΔΕ ξεκαθαρίζει ότι έχει τοποθετηθεί πως ο διαβήτης διεθνώς εμπίπτει στο γνωστικό αντικείμενο τριών ειδικοτήτων (παθολόγων – παιδιάτρων – ενδοκρινολόγων), αλλά πλέον και των γενικών γιατρών, οι οποίοι ασκούν την Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας».
Σε κάθε περίπτωση, η εμπλοκή αυτή έχει προκαλέσει σύγχυση στους ασθενείς που πάσχουν από σακχαρώδη διαβήτη στη χώρα μας, με φόντο τη διαχείριση της ασθένειάς τους.
Πολύ δε περισσότερο εάν λάβει κανείς υπόψη του ότι η συγκεκριμένη ασθένεια λαμβάνει διαστάσεις επιδημίας, καθώς ένας στους δέκα Ελληνες είναι διαβητικός και το γνωρίζει.
Το πιο ανησυχητικό στοιχείο ωστόσο, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα, είναι ότι ο αριθμός των ασθενών με διαβήτη στη χώρα μας έχει τετραπλασιαστεί τα τελευταία 30 χρόνια και ότι ο διαβήτης τύπου 1 (είναι απαραίτητη η ινσουλίνη από την πρώτη στιγμή της διάγνωσης και εφ’ όρου ζωής) αυξάνεται κατά 3% κάθε χρόνο στα παιδιά και στους εφήβους.
Το αλμυρό κόστος του σακχάρου
Υπό τις συνθήκες αυτές έχουν διεξαχθεί αρκετές μελέτες για τον υπολογισμό (κατ’ εκτίμηση) του κόστους του σακχαρώδους διαβήτη.
Σύμφωνα με αυτές, υπολογίζεται ότι το άμεσο ετήσιο κόστος της ασθένειας ανέρχεται περίπου στα 1.300 ευρώ. Εάν όμως συμπεριληφθεί και η επιβάρυνση εξαιτίας της γενικότερης συννοσηρότητας και των επιπλοκών που προκαλεί η νόσος, τότε το συνολικό κόστος διαχείρισης του σακχαρώδους διαβήτη στην Ελλάδαανέρχεται σε 7.111 ευρώ ετησίως ανά ασθενή.
Ο εμφύλιος των ειδικοτήτων
Το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο δεν προβλέπει ειδικότητα διαβητολόγου, με αποτέλεσμα το κενό αυτό να αποτελεί πλέον πεδίο σφοδρής διαμάχης ανάμεσα στους ενδοκρινολόγους και τους παθολόγους.
Η εξειδίκευση στον σακχαρώδη διαβήτη (η αποκαλούμενη διαβητολογία), όπως σημειώνουν οι ενδοκρινολόγοι, δεν είναι αναγνωρισμένη στη χώρα μας, ούτε ως τίτλος ιατρικής ειδικότητας ούτε ως τίτλος ιατρικής εξειδίκευσης, και επιμένουν ότι «μόνο οι ενδοκρινολόγοι δικαιούνταινα φέρουν τον τίτλο του διαβητολόγου».
Οι παθολόγοι από την πλευρά τους επικαλούνται επίσης το ευρωπαϊκό παράδειγμα για να ισχυροποιήσουν τη θέση τους. Ουδέποτε η ΕΔΕ ισχυρίσθηκε πως η διαβητολογία είναι ειδικότητα. Ομως «δεν μπορεί να είναι αποδεκτό το σκεπτικό ότι μόνο οι ενδοκρινολόγοι δικαιούνται να φέρουν τον τίτλο του διαβητολόγου, όταν σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες τον τίτλο αυτόν (diabetologist) φέρουν και οι παθολόγοι έπειτα απόειδικήεπιπλέον εκπαίδευσημετά το πέρας της ειδικότητας».
Διαξιφισμοί και αντεγκλήσεις
Τα επιχειρήματα και τα εντεπιχειρήματα που κατατίθενται εκατέρωθεν με ρυθμούς πολυβόλου δεν σταματούν εδώ. Οι ενδοκρινολόγοι υποστηρίζουν ότι η προτεινόμενη από το ΚΕΣΥ «εξειδίκευση στον σακχαρώδη διαβήτη μόνο των μη ενδοκρινολόγων θα προκαλέσει τεράστια σύγχυση στους ασθενείς και δραματική μείωση στο επίπεδο της φροντίδας τους, αφού οι γιατροί που θα τους αντιμετωπίζουν δεν θα είναι εκπαιδευμένοι σε όλες τις ενδοκρινοπάθειες (παθήσεις που σχετίζονται με τις ορμόνες) αλλά σε μία μεμονωμένη, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη ότι ο σακχαρώδης διαβήτης επηρεάζει και άλλα όργανα και ιστούς πλην του παγκρέατος».
Η άμεση απάντηση των παθολόγων παραπέμπει σε μάχη των λέξεων: «Η λέξη“υποχρεωτικά” υποδηλώνει ότι ο διαβήτης διδάσκεταιμόνο στο πλαίσιο της ενδοκρινολογίας και οι άλλες ειδικότητες δεν δικαιούνται να τον διδάξουν». Ομως αυτό, όπως υποστηρίζουν, είναι απόλυτα ανακριβές, διότι σε όλα τα βιβλία (ξενόγλωσσα και ελληνικά) εσωτερικής παθολογίας ο διαβήτης καταλαμβάνει ένα σημαντικό κομμάτι, αφού προσβάλλει όλα τα συστήματα, και «επομένως αποτελεί διεθνώς ένα από τα κορυφαία γνωστικά αντικείμενα της παθολογίας».
Η κόντρα της εξειδίκευσης
Με τη λογική της Ελληνικής Διαβητολογικής Εταιρείας, συνέχισαν οι ομιλητές, «ο ενδοκρινολόγος, ο οποίος υποχρεωτικά εκπαιδεύεται (εξειδικεύεται) για δύο χρόνια στην παθολογία στο πλαίσιο των σπουδών του, κανονικά είναι και… παθολόγος (κατά το διαβητολόγος), ενώ ο παθολόγος που έχει εξειδικευθεί στη διαβητική νεφροπάθεια ουσιαστικά είναι και… νεφρολόγος».
Η Ελληνική Διαβητολογική Εταιρεία δεν αφήνει αναπάντητο ούτε τον παραπάνω ισχυρισμό, υπογραμμίζοντας ότι «η λέξη“ειδικότητα”σημαίνει ότι εκπαιδεύεσαι σε όλα τα νοσήματα της ειδικότητας (για παράδειγμα,όσον αφορά την παθολογία εκπαιδεύεσαι στα πάντα, όσον αφορά την ενδοκρινολογία μόνο στους ενδοκρινείς αδένες). Η λέξη“εξειδίκευση”όμως σημαίνει ότι εκπαιδεύεσαιμετά την ειδικότητασε ένα νόσημα,προσπαθώντας να εμβαθύνεις περισσότερο για να γίνεις πιο επαρκής».
Σημειώνεται δε ότι οι παθολόγοι υποστηρίζουν ότι το Κοινοτικό Δίκαιο που επικαλούνται οι ενδοκρινολόγοι δεν έχει καμία απολύτως σχέση με το συγκεκριμένο αντικείμενο. Αντίθετα, «η κοινοτική νομοθεσίαενθαρρύνει τις εξειδικεύσεις μέσα στο πλαίσιο των ειδικοτήτων».