Κάθε φορά που ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας εκφωνεί κάποιο από τα αναρίθμητα λογύδριά του, τρέχουν οι καλοθελητές. Εστειλε «μήνυμα με πολλούς αποδέκτες».
Κανείς δεν ξέρει το μήνυμα, ούτε τους αποδέκτες, ούτε αν το πήραν, ούτε αν το κατάλαβαν, ούτε αν περίμεναν ποτέ από τον Πρόεδρο μήνυμα ή αναπάντητη.
Αλλά η ζωή συνεχίζεται. Μετά τα χύμα, έρχονται τα τσουβαλάτα.
Ο Πρόεδρος της Βουλής ανακάλυψε ότι τα μηνύματα δεν τα στέλνει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας αλλά ο Σόιμπλε, και μάλιστα τα στέλνει στον Μακρόν (!) και το ΔΝΤ για άγνωστους λόγους –ενώ, υποθέτω, θα μπορούσε απλώς να τους πάρει τηλέφωνο…
Τι μηνύματα στέλνει ο Σόιμπλε στον Μακρόν; Δεν ξέρω, αλλά το έμαθε η Αφροδίτη Μάνου και εξοργίστηκε με τον Σόiμπλε που είναι παραπληγικός, ανάπηρος, κομπλεξικός, Αδόλφος κ.λπ.
Θα με ρωτήσετε βεβαίως «και πού ξέρει η Αφροδίτη Μάνου τι λέει ο Σόιμπλε και τα πήρε;».
Δεν χρειάζεται. Διάβασε Λαζόπουλο. Ο οποίος γνωμοδότησε ότι το χρέος δεν είναι βιώσιμο και κακώς ο Σόιμπλε δεν αφήνει να γίνει βιώσιμο ώστε να το ξανακάνουμε αβίωτο με την ησυχία μας.
Αλλά ακόμη κι αν είχε αμφιβολίες για την εγκυρότητα της Οικονομικής Σχολής Αλ Τσαντίρι, μπορούσε να ανατρέξει στον δεξιό κυβερνητικό Τύπο (ξέρετε, τον Τύπο που καλύπτει τη δεξιά εκδοχή της συγκυβέρνησης είτε αγωνιζόμενος κατά της διαπλοκής είτε λόγω πιασμάν) για να μάθει ότι είναι ο Σόιμπλε τελικά που δεν αφήνει να μας κάνουν το χατίρι.
Γελάτε; Μη γελάτε!
Ολα αυτά συμβαίνουν στην Ελλάδα και δεν είναι για γέλια. Για κλάματα είναι.
Ζούμε σε μια χώρα όπου ύστερα από οκτώ χρόνια κρίσης κυκλοφορούν άνθρωποι που πιστεύουν ότι δεν υπήρχε κρίση, απλώς τη δημιούργησε ο Γεωργίου γράφοντας λάθος έλλειμμα και ότι η κρίση παρατείνεται επειδή ο Σόιμπλε είναι κομπλεξικός και δεν μας χαρίζει τα λεφτά που μας δάνεισε.
Ζούμε στη χώρα όπου η δημόσια τηλεόραση ανακοίνωσε επισήμως (προ τριμήνου) ότι με απόφαση του Eurogroup τελείωσε η λιτότητα –λες κι η λιτότητα είναι σαν τη βενζίνη, αν σου τελειώσει πας στο βενζινάδικο και ξαναγεμίζεις…
Γελάτε, λοιπόν; Μη γελάτε καθόλου.
Τα έχει πει ο Σουρής:
«Την φίλη μας Ευρώπη με πέντε φασκελώνω / απάνω στο τραπέζι τον γρόθο μου κτυπώ / χύθηκε ο καφές μου, τα ρούχα μου λερώνω / κι όσες βλαστήμιες ξέρω αρχίζω να τις πω.
Στον καφετζή ξεσπάω, φωτιά κι εκείνος παίρνει / αμέσως άνω κάτω του κάνω τον μπουφέ / τον βρίζω και με βρίζει, τον δέρνω και με δέρνει / και τέλος, δεν πληρώνω δεκάρα τον καφέ».