«Δεν μου αρέσει η σοβαροφάνειά του», «κάνει την έξυπνη», «τον συμπάθησα αμέσως», «γίνεται να μη σε νοιάζουν οι βαθμοί του παιδιού σου;», «θα με πουν γκρινιάρη αν επιμείνω». Κρίσεις, κρίσεις, κρίσεις. Καλές ή κακές, αυστηρές ή αντισυμβατικές, αυθόρμητες ή «ψαγμένες», αυθαίρετες ή τεκμηριωμένες, αφελείς ή υποψιασμένες.
Είναι βαθιά ριζωμένο στον τρόπο σκέψης μας να κάνουμε συνέχεια κρίσεις και τα social media απλά το επιβεβαιώνουν με τα χιλιάδες like και σχόλια που επικροτούν ή επικρίνουν το καθετί.
Είτε έχουμε δίκιο ή άδικο, μοιάζει ακατόρθωτο να σταματήσουμε να κρίνουμε συνεχώς τους άλλους ή τον εαυτό μας. Αρκεί να δούμε πόσο γρήγορα έχουμε αποφασίσει αν μας αρέσει μια άποψη ή κάποιος που μόλις γνωρίσαμε.
Πώς θα ήταν άραγε η ζωή μας αν ζούσαμε για λίγο χωρίς προβολή των απόψεων και αντιλήψεών μας πάνω σε άλλους; Αν, πριν βάλουμε την ταμπέλα του καλού ή κακού, βλέπαμε μια κατάσταση όπως ακριβώς είναι χωρίς να την κρίνουμε;
Δεν είναι μόνο η πιο ξεκάθαρη ματιά, οι νέες οπτικές, η συμπόνια, η αποδοχή, η επικοινωνία με τους γύρω μας. Είναι και μια ευκαιρία αυτοανακάλυψης. Από πού έρχονται οι πιο συχνές κρίσεις μας; Κρύβουν πίσω τους κάποια δυσαρέσκεια;
Μήπως αυτό που δεν μας αρέσει στον άλλο δεν το επιτρέπουμε στον εαυτό μας; Μήπως ζηλεύουμε ή θέλουμε να μειώσουμε τον άλλο για να νιώσουμε καλύτερα; Μήπως κάνουμε αυτό ακριβώς που επικρίνουμε; Μήπως θέλουμε καθετί στα μέτρα και σταθμά μας;
Δεν χρειάζεται να καταστείλουμε τη γνώμη μας. Διαφορές και συγκρούσεις πάντα θα υπάρχουν καθώς μοιραζόμαστε αντιλήψεις. Πόσο όμως ακούμε πραγματικά μια άποψη με την οποία διαφωνούμε, παρακάμπτοντας τα δυσάρεστα συναισθήματα που μας ανακινεί;
Εκτός από την κρίση υπάρχει πάντα και η διάκριση για να καταγράψει τις διαφορές. Κι όσο σωστή κι αν είναι η κρίση μας, πώς ξέρουμε πάντα πόσο αντικειμενική είναι η υποκειμενικότητά μας;