Οι πρώτες πειραματικές μελέτες σε ζώα με στόχο τη χαμηλή τιμή της χοληστερίνης στο αίμα έδειξαν ότι τα πειραματόζωα με χαμηλή χοληστερίνη είχαν πολύ λιγότερη αθηρωμάτωση των αρτηριών.
Αργότερα πολυκεντρικές κλινικές μελέτες στον άνθρωπο έδειξαν ότι για κάθε αύξηση της χοληστερίνης κατά 1mg αντιστοιχεί περίπου διπλασιασμός των εμφραγμάτων και των εγκεφαλικών επεισοδίων. Ορισμένοι ερευνητές υποστήριξαν ότι αυτό ήταν υπερβολικό αλλά όλοι συμφώνησαν ότι οπωσδήποτε η χαμηλή τιμή χοληστερίνης συνδέεται με λιγότερα καρδιοαγγειακά συμβάματα.
Το ερώτημα που τότε γεννήθηκε ήταν μέχρι πόσο μπορεί να πέσει η τιμή της χοληστερίνης στο αίμα και ιδιαίτερα της κακής (LDL) ούτως ώστε αφενός να είναι επωφελής, αφετέρου να μη δημιουργούνται κλινικά προβλήματα.
Ορισμένοι επιστήμονες κυρίως από τις σκανδιναβικές χώρες υποστήριξαν ότι οι χαμηλές τιμές χοληστερίνης δημιουργούν προβλήματα στη λειτουργία των κυττάρων του οργανισμού και ιδιαίτερα των εγκεφαλικών κυττάρων και συσχέτισαν μάλιστα τις χαμηλές τιμές χοληστερίνης με αύξηση των αυτοκτονιών.
Η φοβία αυτή, που αργότερα αποδείχθηκε αδικαιολόγητη, οφειλόταν στο γεγονός ότι η χοληστερίνη είναι απαραίτητο συστατικό για την εύρυθμη λειτουργία του ανθρώπινου κυττάρου οπότε, όταν υπάρχει σε ανεπαρκή ποσότητα, δημιουργεί δυσλειτουργία του κυττάρου με αποτέλεσμα ακόμα και την καρκινογένεση.
Οι φυσιολόγοι υποστηρίζουν ότι 45mg% κακής (LDL) χοληστερίνης είναι η απαραίτητη ποσότητα για την ομαλή λειτουργία του ανθρώπινου κυττάρου. Οι περισσότερες πολυκεντρικές μελέτες έχουν δείξει ότι τα 70mg% LDL χοληστερίνης είναι ο στόχος για να επιτευχθεί το επιθυμητό αποτέλεσμα για τους αρρώστους που πάσχουν από στεφανιαία νόσο με ιστορικό εμφραγμάτων ή εγκεφαλικών επεισοδίων.
Εντούτοις, πρόσφατη μελέτη υποστηρίζει ότι τα νεότερα αντιλιπιδαιμικά φάρμακα (evolocumab) σε συνδυασμό με στατίνες κατεβάζουν τα επίπεδα της LDL χοληστερίνης στα 30mg% και ότι η τιμή αυτή συσχετίζεται με ακόμα χαμηλότερο ποσοστό εμφραγμάτων και εγκεφαλικών επεισοδίων απ’ ό,τι η τιμή χοληστερίνης των 70mg LDL.
Η συγκεκριμένη αυτή μελέτη με το όνομα Fourier διήρκεσε 2,2 χρόνια. Ομως τα αποτελέσματά της θα κριθούν και από άλλες ανάλογες μελέτες που τώρα βρίσκονται σε εξέλιξη. Αποτελέσματα που θα αναφέρονται όχι μόνο στην αποτελεσματικότητα του νέου φαρμάκου, αλλά και στις χρόνιες παρενέργειές του.