Ο σεξουαλικός ναρκισσισμός είναι ένας όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει ανθρώπους οι οποίοι έχουν μια εξιδανικευμένη, μη ρεαλιστική εικόνα για τη σεξουαλικότητά τους.

Συνήθως αισθάνονται ότι έχουν μεγαλύτερη σεξουαλική επιθυμία ή είναι πιο επιδέξιοι στο σεξ σε σύγκριση με τους άλλους ανθρώπους, ενώ, προκειμένου να διατηρήσουν την εικόνα που έχουν για τον εαυτό τους, συχνά χειραγωγούν τη γνώμη των άλλων.

Μερικά τυπικά χαρακτηριστικά των σεξουαλικών ναρκισσιστών είναι τα ακόλουθα:

Ελλειψη οικειότητας. Οι σεξουαλικοί ναρκισσιστές θέτουν πρώτα τις δικές τους σωματικές ανάγκες και δεν επιδιώκουν να συνδεθούν συναισθηματικά με τους/τις συντρόφους τους. Επιπλέον, η σεξουαλική πράξη είναι γι’ αυτούς πιο σημαντική από τις ανάγκες, τις επιθυμίες ή τις ανησυχίες του/της συντρόφου τους.

Μεγάλες προσδοκίες. Περιμένουν από τους/τις συντρόφους τους να συμμετέχουν σε δύσκολες σεξουαλικές δραστηριότητες, καθώς και ότι θα τους ακολουθήσουν στις παρορμήσεις τους. Οταν όμως δεν εκπληρώνονται οι προσδοκίες τους, εκφοβίζουν, ενοχοποιούν ή φέρονται βίαια στον/στη σύντροφό τους.

Αίσθημα ανωτερότητας. Συχνά υποτιμούν και κατακρίνουν τους/τις συντρόφους τους για να αυξήσουν τη δική τους αυτοπεποίθηση.

Ευαισθησία στην κριτική και τη σύγκριση. Οι σεξουαλικοί ναρκισσιστές νιώθουν έντονη δυσαρέσκεια εάν διαπιστώσουν ότι άλλοι άνθρωποι κάνουν περισσότερο – ή καλύτερο – σεξ από τους ίδιους.

Απιστία και σεξουαλική εξάρτηση. Μελέτες έχουν δείξει ότι οι σεξουαλικοί ναρκισσιστές έχουν περισσότερες πιθανότητες να είναι άπιστοι και είναι πιο επιρρεπείς στις σεξουαλικές εξαρτήσεις.

Οι σχέσεις με τους σεξουαλικούς ναρκισσιστές είναι δύσκολες και γι’ αυτό τα ζευγάρια αυτά συχνά αναζητούν εξειδικευμένη βοήθεια.

Η Εύη Κυράνα (www.kyrana.gr) είναι διδάκτωρ Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, ειδικευμένη στην Κλινική Σεξολογία και υπεύθυνη του Κέντρου Σεξουαλικής και Αναπαραγωγικής Υγείας του ΑΠΘ