Ζω σε μια χώρα της πρώην Γιουγκοσλαβίας, την οποία θεωρώ τρομερή ιδέα: συνυπήρχαν ταυτόχρονα άνθρωποι τόσο διαφορετικοί και τόσο ίδιοι. Δείτε όμως τι έγινε: η χώρα εκείνη καταστράφηκε και από εμάς και από άλλους, που είχαν λόγους να την καταστρέψουν. Και οικοδομήθηκε η Ευρωπαϊκή Ενωση, βασισμένη στο ίδιο περίπου μοντέλο. Ποιος είναι ο πιο τρελός; Οι άνθρωποι σήμερα αναμειγνύονται σχεδόν παντού. Δεν είναι λάθος να διατηρούν κάτι από την εθνική τους ταυτότητα. Ετσι γίνονται όλοι πλουσιότεροι. Ημουν πολύ χαρούμενος που συνυπήρχαμε τότε. Κερδίσαμε από αυτό. Και τώρα τι έχουμε; Εχουμε όλοι μαζί ένα μικρό τίποτα.
Διαβάστε Επίσης
«Εκτός από γέφυρες υψώνονται και τείχη»
Ο πρώτος έχει υπογράψει ένα ορόσημο των σερβικών γραμμάτων, με θέμα την ιστορία μιας γέφυρας στο Βίσεγκραντ της Βοσνίας που παραμένει όρθια ανά τους αιώνες, ενώ γύρω της τα πάντα καταρρέουν. Ο δεύτερος έγινε σημείο αναφοράς για τη δεκαετία του 1990 στη Σερβία και οδήγησε, σύμφωνα με τους κριτικούς, το σερβικό θέατρο στον νέο αιώνα, «με την αμεσότητα των στρατευμένων θεατρικών του παραστάσεων και τη θαρραλέα και νεωτερική ανάγνωση των κλασικών». Τι συμβαίνει όταν «Το γεφύρι του Δρίνου» του νομπελίστα Ιβο Αντριτς ανεβαίνει στη σκηνή του Φεστιβάλ Αθηνών από τον Νικίτα Μιλιβόγεβιτς; Μια απάντηση ίσως προκύπτει από τις εμπειρίες του σκηνοθέτη σε εγχώριες σκηνές, όπως του θεάτρου Αμόρε, του Εθνικού ή του ΚΘΒΕ, αλλά και από τη θεατρική αναμέτρησή του με λογοτεχνικά έργα, όπως το «Εγκλημα και τιμωρία» του Ντοστογέφσκι ή «Η μητέρα του σκύλου» του Μάτεσι. Η μουσική του Δημήτρη Καμαρωτού, η χορογραφία της Αμαλίας Μπένετ ή τα σκηνικά του Κένι ΜακΛέλαν δίνουν επίσης μια ιδέα. Και αυτό που επιθυμεί ο Μιλιβόγεβιτς από τη δραματοποίηση ενός έργου τόσο πολυπρόσωπου είναι «όλες οι φωνές να ενωθούν σε μία».
Δεν είναι η πρώτη φορά που σκηνοθετείτε «Το γεφύρι του Δρίνου». Γιατί είναι ξεχωριστό το ανέβασμά του στην Ελλάδα;
Πριν από πέντε χρόνια το παρουσίασα στο Ντύσελντορφ. Ηταν πολύ διαφορετικά. Επρεπε να εξηγήσω πολλά στους ηθοποιούς. Το βιβλίο ήταν περίπλοκο για εκείνους. Ηταν δύσκολο να τους δείξω ότι εκείνη η γέφυρα και η ιστορία της δεν απείχαν και τόσο από τους ίδιους. Κι ας ζουν στην πόλη τους πολλοί Βόσνιοι από το Βίσεγκραντ. Στην Ελλάδα δεν υπήρχαν τέτοια ζητήματα. Οι ηθοποιοί αναγνώρισαν αμέσως τον μύθο, τις ιστορίες της γέφυρας. Οι Βαλκάνιοι έχουμε σχεδόν κοινή ιστορία και το κοινό θα την αναγνωρίσει. Αισθάνομαι σαν αποστολή τη μεταφορά του έργου του Ιβο Αντριτς ανά τον κόσμο. «Το γεφύρι του Δρίνου» είναι κάτι σαν η βίβλος μας. Και η Αθήνα, η Ελλάδα, είναι σαν το δεύτερό μου σπίτι.
Το βιβλίο διατρέχει τέσσερις αιώνες. Τι κρατήσατε στη θεατρική του διασκευή, τι αφήσατε και με ποια κριτήρια;
Επικεντρώθηκα σε αυτά που έχουν ενδιαφέρον επί σκηνής. Αυτά που μεταφράζονται σε σκηνική γλώσσα. Κάποιες ιστορίες δεν είναι κατάλληλες, ενώ κάποιες άλλες τις μεταμορφώνει η φαντασία. Ετσι επιλέγω: με βάση το συναίσθημα και τη φαντασία. Και η μεταμορφωτική διαδικασία που ακολουθεί θυμίζει την τέχνη της αλχημείας.
Από τα ενδιαφέροντα στοιχεία του «Γεφυριού» είναι το πλήθος των χαρακτήρων και των ιστοριών τους, που ενίοτε ακούγονται σαν μία φωνή. Σαν ένας υπερβατικός ιστορικός μονόλογος. Ποια σκηνοθετική οδηγία απαιτείται για να αποδοθεί;
Ολες αυτές οι διαφορετικές οπτικές, οι θρησκείες, τα δόγματα, οι εθνότητες είναι όντως το πιο ενδιαφέρον κομμάτι του βιβλίου. Το ίδιο πράγμα είναι διαφορετικό για έναν Σέρβο, έναν Μουσουλμάνο ή έναν Εβραίο. Η ίδια η Βοσνία είναι για τους ίδιους λόγους τόσο γοητευτική. Αυτό που θέλω από την παράσταση είναι όλες οι φωνές να ενωθούν σε μία. Να γίνουν η φωνή του γεφυριού. Οι ιστορίες γύρω του είναι απλώς η επιφάνεια. Στο βάθος βρίσκεται η δική του φωνή.
Σε κάποιο σημείο ο Αντριτς παρατηρεί ότι «όλες μας οι ελπίδες βρίσκονται πάντοτε στην άλλη πλευρά». Υπάρχουν σήμερα «άλλες πλευρές», σε έναν κόσμο θεωρητικά ενοποιημένο και ανεκτικό;
Πάντα υπάρχουν «άλλες πλευρές». Το πρόβλημα είναι ότι, δυστυχώς, εκτός από γέφυρες υψώνονται και τείχη. Είμαστε πολύ επιτυχημένοι σε αυτό. Κάνουμε τον κόσμο όλο και πιο μικρό. Οταν ανέβαζα την παράσταση στο Ντύσελντορφ, είχα επιστρέψει στο Βίσεγκραντ για να ξαναδώ το γεφύρι. Και μου έκανε εντύπωση ότι σε όλη την πόλη έμοιαζε το πιο νέο κομμάτι της. Δεν μιλώ μεταφορικά. Ολα τα υπόλοιπα κτίσματα φαίνονταν τόσο παλιά. Κι εκείνο στεκόταν στη θέση του, σαν να πρόκειται να μείνει εκεί για πάντα.
Ο Αντριτς υπονοεί και ότι η κατασκευή γεφυρών ή δρόμων από τις αυτοκρατορίες δεν γίνεται μόνο ως ευεργεσία προς τους ντόπιους, αλλά και για λόγους επιβολής. Το γεφύρι του Δρίνου ενώνει αλλά και χωρίζει. Εντοπίζετε κάποια αναλογία στο σήμερα;
Είναι αλήθεια, στην Ιστορία ισχύει αυτό. Και στο βιβλίο το γεφύρι μετατρέπεται σε σύνορο. Είναι εντυπωσιακό το πώς κάτι που χτίστηκε για να συνδέει, χρησιμοποιείται και για να απομονώνει. Εντυπωσιακό και παράλογο. Εχουμε κάτι το τόσο καταστροφικό οι άνθρωποι, που επηρεάζει ακόμα και τις πιο ωραίες ιδέες μας. Μπορούμε να το εντοπίσουμε και σήμερα, μιλώντας γενικά για χώρες όπως η Ρωσία, η Τουρκία, η Γερμανία. Περισσότερο όμως με ενδιαφέρει η μικρή κλίμακα. Ενας φίλος Αθηναίος, εδώ και έναν χρόνο, φιλοξενεί μαζί με την οικογένειά του μια οικογένεια σύρων προσφύγων. Να μια σημαντική «γέφυρα». Να μια ιδέα που δεν είναι γενική. Τέτοιες ιστορίες θέλω να αναδείξω στην παράσταση.
Πώς αισθάνεστε για την κατάσταση στα Βαλκάνια; Προ εβδομάδων είχαμε πολιτικές αναταραχές σε Κροατία, Αλβανία, ΠΓΔΜ, Βουλγαρία. Οι εθνικιστικές φωνές ακούστηκαν ξανά λίγο πιο δυνατά.
Πάντοτε ακούγονταν, λιγότερο ή περισσότερο. Καμιά φορά είναι λες και επειδή δεν τελείωσε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, έγινε ο Β’. Κι επειδή δεν τελείωσε ο Β’, έγιναν όσα έγιναν στη δεκαετία του ’90. Μπορούμε να πάμε μέχρι το Συνέδριο του Βερολίνου και στα σύνορα που χάραξε στα Βαλκάνια. Για μένα, το σημαντικό στον Αντριτς είναι ότι βλέπει την Ιστορία να εξελίσσεται πάντα κυκλικά. Να μένει σχεδόν στο ίδιο μέρος. Ετσι και με τις εθνικιστικές φωνές στην περιοχή. Γι’ αυτό είναι τόσο σημαντικό το βιβλίο. Στον Πόλεμο της Βοσνίας είχε δοθεί στους αμερικανούς στρατιώτες ώστε να καταλάβουν πού πηγαίνουν. Δεν θα μπορούσα να το φανταστώ. Μου φαίνεται πολύ αστείο.
Τα ζητήματα εθνικής ταυτότητας είναι λιγότερο ή περισσότερο επίκαιρα στον σύγχρονο κόσμο;