Κάποιοι στην Ελλάδα βιάζονται να θάψουν την Αριστερά. Αλλοτε ταυτίζοντάς την με την περιθωριοποιημένη κομμουνιστική Αριστερά και άλλοτε υποστηρίζοντας ότι το κύμα αλλαγών στον κόσμο και στην Ευρώπη τα τελευταία χρόνια σαρώνει μεταξύ άλλων και το δίπολο Δεξιάς – Αριστεράς.
Ομως, όσο θα υπάρχουν κοινωνικές ανισότητες, όσο οι πλούσιοι θα γίνονται πλουσιότεροι και οι φτωχοί φτωχότεροι, όσο η βία, η ανομία, η διαπλοκή, θα υπονομεύουν τους δημοκρατικούς θεσμούς, όσο ο καπιταλισμός – καζίνο θα καταστρέφει το περιβάλλον, όσο η γυναίκα θα είναι σε υποδεέστερη θέση από τον άνδρα, όσο η διαφορετικότητα θα επισύρει τον κοινωνικό στιγματισμό, όσο η Παιδεία και η Υγεία δεν θα είναι δημόσια αγαθά προσιτά σε όλους, η Αριστερά θα συνεχίζει να υπάρχει και να αγωνίζεται για ένα καλύτερο αύριο.
Μόνο που στις σημερινές συνθήκες, το ποιες είναι πράγματι προοδευτικές πολιτικές δυνάμεις στην Ευρώπη και ποιες συντηρητικές δεν καθορίζεται μόνο με βάση τη θέση τους στον άξονα Δεξιάς – Αριστεράς. Καθορίζεται και από την τοποθέτησή τους απέναντι σε τρεις κυρίαρχες αντιθέσεις, οι οποίες προσδιορίζουν τις σύγχρονες πολιτικές συντεταγμένες. Η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση από τη μια, ο αντιευρωπαϊσμός και ο εθνικισμός από την άλλη. Η εμβάθυνση της δημοκρατίας από τη μια, οι καθεστωτικές ή αυταρχικές αντιλήψεις από την άλλη. Η υπευθυνότητα και η αλήθεια από τη μια, ο λαϊκισμός και το ψέμα από την άλλη.
Με τις μέχρι σήμερα πολιτικές τους σε σχέση με αυτές τις αντιθέσεις, εκτός από την κομμουνιστική Αριστερά, ούτε η «ριζοσπαστική» Αριστερά του λαϊκισμού και του κρατισμού είναι η Αριστερά της προόδου. Ούτε όμως η σοσιαλδημοκρατική Αριστερά θα μπορέσει να πρωταγωνιστήσει ως προοδευτική δύναμη εάν δεν ανανεώσει τον προγραμματικό της λόγο και τις κομματικές πρακτικές της.
Σε μια δε εποχή οικονομικής κρίσης και ανασφάλειας, όπου η κοινωνία πολώνεται και διχάζεται, η αναζωογόνηση της σοσιαλδημοκρατίας προϋποθέτει την εξυπηρέτηση δύο εκ πρώτης όψεως αντιτιθέμενων στόχων. Τη διατύπωση ενός ριζοσπαστικού προγραμματικού λόγου για την αντιμετώπιση των οξυμμένων κοινωνικών και οικονομικών προβλημάτων με βαθιές διαρθρωτικές αλλαγές, αλλά και την άσκηση πολιτικής εθνικής ευθύνης για να μπορέσει να τις υλοποιήσει ενώνοντας και όχι διχάζοντας.
Οι δύο αυτοί στόχοι, του ριζοσπαστισμού και της υπευθυνότητας, μαζί με την παραδοσιακή υπεράσπιση των ασθενέστερων στρωμάτων για τη διασφάλιση της κοινωνικής δικαιοσύνης και την προώθηση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, αποτελούν το τετράπτυχο στίγμα μιας αναδυόμενης νέας ευρωπαϊκής Αριστεράς. Αλλωστε, ο Μακρόν στη Γαλλία και ο Ρέντσι στην Ιταλία, ο καθένας με τον τρόπο που επιβάλουν οι συνθήκες της κάθε χώρας, αυτό προσπαθούν να κάνουν. Να αναδείξουν μία σύγχρονη σοσιαλδημοκρατική πρόταση με αμφίπλευρα πολιτικά στηρίγματα και διευρυμένες κοινωνικές συμμαχίες, σε αντίθεση με τους άγγλους Εργατικούς, τους γάλλους Σοσιαλιστές και τους γερμανούς Σοσιαλδημοκράτες, οι οποίοι βλέπουν την επιρροή τους να μειώνεται παραμένοντας προσκολλημένοι στο παρελθόν. Και σε αυτόν τον νέο δρόμο, τον δρόμο του ριζοσπαστισμού και της υπευθυνότητας, καλείται να πορευθεί ο υπό ίδρυση νέος φορέας που εξήγγειλε η Δημοκρατική Συμπαράταξη.