Το καλοκαίρι του 1969, ο αμερικανός αστροναύτης Νιλ Αρμστρονγκ γινόταν ο πρώτος άνθρωπος που πατούσε το πόδι του στη Σελήνη βιώνοντας ένα πρωτόγνωρο, περίεργο, αλλά μοναδικό συναίσθημα.

Μόλις 18 χρόνια αργότερα, ένας Ελληνας έζησε ακριβώς τα ίδια συναισθήματα και χωρίς να οδηγεί διαστημόπλοιο. Αυτός οδήγησε την εθνική ομάδα μπάσκετ της χώρας του δύο φορές στην κορυφή της Ευρώπης, ως αρχηγός και μετέπειτα ως προπονητής, ρεκόρ μοναδικό στην ιστορία του μπάσκετ.

Ο αρχηγός της κορυφαίας εθνικής ομάδας όλων των εποχών, αυτή του έπους του 1987, Παναγιώτης Γιαννάκης, καταγράφοντας το ημερολόγιο του θριάμβου εξομολογείται στα «ΝΕΑ» πώς ένιωσε τη στιγμή που πήρε στα χέρια του –από τον πρόεδρο της FIBA Ρομπέρτ Μπισνέλ –το πραγματικά βαρύτιμο τρόπαιο του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος:

«Σαν τον άνθρωπο που πάτησε στο φεγγάρι. Και φανταστείτε ότι ιδιαίτερα το τρόπαιο του Ευρωμπάσκετ είναι πολύ βαρύ, αλλά εκείνη την ώρα ένιωθα ότι πετάω, ότι πατάω στο κενό και στέκομαι στον αέρα σαν να έχει έλλειψη βαρύτητας.

Απίστευτα συναισθήματα και ένα όνειρο ζωής που γινόταν πραγματικότητα» λέει ο εμβληματικός αρχηγός της εθνικής μας ομάδας, που δεν θα ξεχάσει επίσης ποτέ τις στιγμές που έζησαν όλα τα μέλη της ομάδας μόλις βγήκαν από το Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας και αφού πρώτα είχαν σηκώσει το τρόπαιο με τη νίκη-άθλο κόντρα στη Σοβιετική Ενωση στην παράταση (103-101).

Ο κόσμος σήκωνε το πούλμαν

«Δεν υπάρχουν αυτά που ζήσαμε έξω από το στάδιο. Το πούλμαν πήγαινε “σηκωτό” από τον κόσμο μέχρι να βγούμε στην Παραλιακή. Μια ασύλληπτη λαοθάλασσα, ατελείωτη για πολλά χιλιόμετρα, που δεν μπορούσαμε να συνειδητοποιήσουμε το μέγεθός της».

Φτάνοντας στο ξενοδοχείο, το περίφημο Τζονς της Γλυφάδας, «εκεί να δει κανείς τι γινόταν. Χιλιάδες κόσμος είχε πλημμυρίσει τα στενά, είχε μπει στο λόμπι, είχε γεμίσει τον περιβάλλοντα χώρο, ζητωκραύγαζε. Κανείς μας δεν κοιμήθηκε εκείνο το βράδυ» θυμάται ο Δράκος, που ακόμα και σήμερα, τριάντα χρόνια μετά, παραδέχεται ότι «το μεγαλύτερο έπαθλο που κερδίσαμε εκείνο το βράδυ ήταν η χαρά που δώσαμε σε μια ολόκληρη χώρα αποδεικνύοντας τι μπορεί να πετύχει με τη συνεργασία. Ακόμα και τώρα στον δρόμο με σταματούν άνθρωποι και μου λένε ευχαριστώ για αυτό που πετύχαμε. Μιλάμε και για κάποιους που τότε ήταν πιτσιρικάδες και τώρα 30 χρόνια μετά έχουν χαραγμένη στη μνήμη τους αυτές τις στιγμές».

«Πάμε ρε μάγκα, θα τις βάλεις»!

Σε όλα αυτά τα στιγμιότυπα, εμπειρίες μιας ζωής, ο Παναγιώτης Γιαννάκης είχε τα μάτια του ορθάνοιχτα για να ζήσει τις στιγμές. Σε ποιο μπορεί να τα είχε κλειστά;

«Μάλλον στα τελευταία τέσσερα δευτερόλεπτα του τελικού μετά τις βολές του Καμπούρη! Ειλικρινά είναι ένα σημείο που δεν θυμάμαι εάν κοιτούσα. Το μόνο που είδα γρήγορα ήταν η απίστευτη συνεργασία με δύο πάσες των Σοβιετικών (Ταρακάνοφ σε Βάλτερς και αυτός στον Γιοβάισα στη γωνία) και είπα μέσα μου: “Οχι ρε γαμώ το, είναι κρίμα να το χάσουμε τώρα έτσι”»!

Αντίθετα, λίγο νωρίτερα, στις βολές του τίμιου γίγαντα του ελληνικού μπάσκετ, ο Γιαννάκης όχι μόνο δεν έκλεισε τα μάτια, αλλά τον ενθάρρυνε κιόλας.

«Πάμε ρε μάγκα, θα τις βάλεις σίγουρα, δεν γίνεται να χαθούν» ήταν η παρότρυνση του αρχηγού, ο οποίος στα τελευταία λεπτά της κανονικής διάρκειας και στην παράταση θύμιζε τον Κριστιάνο Ρονάλντο στον περυσινό τελικό του Εuro της Γαλλίας όπου λόγω τραυματισμού ήταν έξω και όρθιος πίσω από τον Φερνάντο Σάντος κοουτσάριζε από την αγωνία στο φινάλε! Πότε τον τραβούσε πίσω ο Πολίτης, πότε ο Κιουμουρτζόγλου αφού έμπαινε μέσα στο παρκέ.

Στην παράταση φάνηκε η ομάδα

Ο δικός μας αρχηγός δεν είχε –ευτυχώς –τραυματισμό αλλά είχε αποβληθεί με πέντε φάουλ και ήταν θηρίο στο κλουβί: «Η πιο δύσκολη στιγμή μου στο Ευρωμπάσκετ από μια άδικη απόφαση, καθώς είχα κλέψει την μπάλα. Ημουν και εγώ και ο Φασούλας εκτός με πέντε φάουλ στην παράταση, αλλά εκεί φάνηκε πόσο ομάδα ήμασταν. Οι καθοριστικοί πόντοι του Ανδρίτσου, ιδιαίτερα οι βολές του, ο Ιωάννου, ο Καμπούρης. Δεν ήταν μόνο ο Γκάλης και ο Γιαννάκης, ήμασταν ένα κράμα καλών παικτών με ταλέντο αλλά κυρίως εξαιρετική χημεία και με έναν προπονητή, τον Κώστα τον Πολίτη, που οφείλω να του αναγνωρίσω ότι σε όποιο παιχνίδι και αν μπαίναμε να παίξουμε μας έλεγε: “Δεν έχετε τίποτε να φοβηθείτε, πάμε για τη νίκη”».

Η αρχή έγινε στη Γαλλία

«Ουσιαστικά το θαύμα του 1987 άρχιζε να καλλιεργείται μετά τον αποκλεισμό μας από την προηγούμενη διοργάνωση του 1985 στη Γερμανία. Ο Πολίτης προχώρησε σε ανανέωση, αλλάξαμε τρόπο προετοιμασίας σε πολλά θέματα και το παιχνίδι-κλειδί ήταν στη Γαλλία, στο Εκεντρεβίλ, σε εκείνο το συγκλονιστικό παιχνίδι που νικήσαμε τους γηπεδούχους στην τρίτη παράταση και εξασφαλίσαμε ουσιαστικά την πρόκριση στο Παγκόσμιο του 1986.

Εκεί, αποκτήσαμε τρομερή αυτοπεποίθηση κοντράροντας μεγάλες ομάδες» λέει ο Παναγιώτης Γιαννάκης, ενώ σε πολλούς έχει μείνει στη μνήμη το (άθελά του) χτύπημα που δέχθηκε στον τελικό από τον γίγαντα Τκατσένκο.

«Τότε, όταν πηγαίναμε στην επίθεση και τον έβλεπες ήταν σαν να είχες μπροστά σου μια πολυκατοικία. Επιβλητικός αλλά αγαθός γίγαντας. Εγώ τρύπωνα από κάτω του συνήθως για να του κλέψω την μπάλα και έτσι δέχθηκα την αγκωνιά. Ζαλίστηκα αλλά συνέχισα. Ο κόσμος όμως δεν θυμάται μια άλλη φάση που πάει να πέσει πάνω μου. Προσπαθεί να με αποφύγει αλλά τελικά πέφτει πάνω στο χέρι μου. Ηταν τέτοια η πίεση που δέχθηκα, που μαύρισε το δεξί δάχτυλο του χεριού μου».

Τα παιχνίδια-κλειδιά

«Σαφώς με τη Γαλλία. Γιατί θα μέναμε εκτός οκτάδας αν χάναμε. Ημασταν αποφασισμένοι και μετά με την Ιταλία στα προημιτελικά. Είχαμε βγει από έναν όμιλο-φωτιά που πήγε περίπατο στην τετράδα, αλλά αυτό μας έκανε καλό τελικά γιατί είχαμε σκληραγωγηθεί με τρομερά ματς, με Γιουγκοσλαβία, Σοβιετική Ενωση, Ισπανία και Γαλλία.

Αξέχαστος ο ημιτελικός με τους Πλάβι. Ηταν βέβαιοι ότι δεν μπορούν να ξαναχάσουν αλλά έβλεπα την αμφιβολία να διακατέχει και κάποιους συμπαίκτες μου στο ξενοδοχείο.

“Ρε μη φοβάστε, είμαστε καλύτεροι, θα τους πάρουμε” τους έλεγα και το πίστευα. Είχαμε μεγάλες προσωπικότητες, τον Γκάλη, τον Φασούλα, τον Χριστοδούλου, Ανδρίτσο και Ιωάννου, έμπειρους, αλλά και οι υπόλοιποι, ο Ρωμανίδης, ο Φιλίππου, ο Λινάρδος, ο Καρατζάς, ο Καμπούρης, ο Σταυρόπουλος. Ο κάθε παίκτης είχε βάλει τη δική του πινελιά».

Οι Γιουγκοσλάβοι είχαν θυμώσει

«Με τους Γιουγκοσλάβους χάναμε στον ημιτελικό και σε μια φάση χάνω την μπάλα με τον Φάνη και φεύγουν στον αιφνιδιασμό ενώ ήμασταν ήδη πίσω 8-10 πόντους. Κάνω ένα ντεμαράζ και βουτιά και διώχνω την μπάλα πλάγια. Ο Κιουμουρτζόγλου δεν αφήνει το παιδί που σκούπιζε το παρκέ να μπει μέσα και του λέει να το ξεχάσει. Στην επαναφορά γλιστράει ο Γκρίμπιτς και βγάζουμε αιφνιδιασμό. Εκεί ξεκίνησε η έκρηξη και μετά οι Γιουγκοσλάβοι είχαν θυμώσει τόσο με την ήττα, που εύχονταν νίκη στη μεγάλη τους αντίπαλό τους όλα αυτά τα χρόνια, τη Σοβιετική Ενωση. Τεράστιες ομάδες. Η μικρή Ελλάδα ήταν βασισμένη στις συνεργασίες. Μια ομάδα που ήταν πολύ μπροστά από την εποχή της, έφτασε σε αυτό τον άθλο. Αυτό το μήνυμα για το τι μπορούν να κάνουν οι Ελληνες ενωμένοι θα πρέπει να μας ακολουθεί σε όλη μας τη ζωή».