Τον πήχη ψηλά έχει βάλει η κυβέρνηση στο θέμα ΔΕΗ, διατρέχοντας τον κίνδυνο, αν κάτι πάει στραβά, να αναγκαστεί να περάσει από κάτω.
Καλλιεργεί κλίμα αισιοδοξίας ότι υπάρχει επενδυτικό ενδιαφέρον «και μάλιστα πολύ ισχυρό» για το λιγνιτικό δυναμικό που θα μπει προς πώληση στον ταινιόδρομο του Μνημονίου, δίχως ωστόσο να γνωρίζει ακόμη κανείς ποιο ακριβώς θα είναι αυτό.

Αν και οι μελέτες για το μείγμα του 40% των λιγνιτικών μονάδων και ορυχείων της επιχείρησης που θα βγουν στο σφυρί θα είναι έτοιμες τον Ιούλιο, ο αρμόδιος υπουργός Ενέργειας Γιώργος Σταθάκης διαβεβαιώνει με κάθε ευκαιρία ότι θα εκδηλωθεί μεγάλη ανταπόκριση.Τόσο από ευρωπαϊκές και ελληνικές εταιρείες όσo και από μεικτά σχήματα εγχώριων και ξένων επιχειρήσεων εκτός ΕΕ, όπως από την Κίνα. Επιμένει μάλιστα ο υπουργός ότι δεν πρόκειται σε καμία περίπτωση να πάμε στα χειρότερα, δηλαδή να χρειαστεί να διατεθούν και υδροηλεκτρικά.

ΤΟ MARKET TEST. Εχει δίκιο ο Σταθάκης, πράγματι υπάρχει ενδιαφέρον, ουδείς όμως από τους δυνητικούς μνηστήρες της ΔΕΗ έχει δεσμευτεί ότι θα το μετουσιώσει και σε πράξη. Τα πάντα θα εξαρτηθούν από το πακέτο που θα πουληθεί, το μείγμα που θα το καταστήσει ελκυστικό και κυρίως το τίμημα που θα ζητήσει η ΔΕΗ –ερωτήματα που θα πάρουν απαντήσεις μόνο όταν ετοιμαστεί από τους συμβούλους η τελική λίστα.

Το γνωρίζουν καλά τόσο η τσεχική CEZ που συζητά με τη ΔΕΗ όσο και η ιταλική Edison, που παρότι έχει κάνει σαφές πως επένδυση μόνο σε λιγνίτες και χωρίς «νερά» δεν είναι βιώσιμη, εντούτοις της ασκούνται πιέσεις να πάρει μέρος στο market test του προσεχούς Νοεμβρίου. Αλλωστε, η παρουσία στο εγχείρημα μεγάλων ευρωπαϊκών εταιρειών θεωρείται άκρως σημαντική, όπως εξήγησε προ μηνός ο Σταθάκης στον ιταλό ομόλογό του Κάρλο Καλέντα. Τα χαρτιά του δεν έχει ανοίξει ούτε ο Ομιλος Μυτιληναίου που παρακολουθεί από κοντά τις διεργασίες, όπως και η συμμαχία Κοπελούζου με την κινεζική Senhua, με προκαταρκτικό ενδιαφέρον για την αγορά και αναβάθμιση παλαιών σταθμών όπως το Αμύνταιο στην Πτολεμαΐδα.
ΤΑ ΦΟΥΣΚΩΝΟΥΝ. Στην πραγματικότητα, η κυβέρνηση για ευνόητους επικοινωνιακούς λόγους φουσκώνει λίγο τα πράγματα. Επειδή έχει επενδύσει πολλά στο καυτό πολιτικά στοίχημα του λιγνίτη, φτιάχνει κλίμα ότι όλα θα πάνε καλά, ευελπιστώντας ότιστο κρίσιμο τεστ του Νοεμβρίου θαεμφανιστούν όσο το δυνατόν περισσότεροι ισχυροί παίκτες. Το θέμα είναι μείζον και για τον ίδιο τον υπουργό αφού θα κρίνει και την τύχη των υδροηλεκτρικών της ΔΕΗ, για τα οποία σήμερα διαβεβαιώνει πως θα τη γλιτώσουν.

Τυχόν επιτυχία θα του προσδώσει ενδοκυβερνητικούς πόντους, διαφορετικά μια αποτυχία θα ενεργοποιήσει τη γενική δέσμευση για εναλλακτικά δομικά μέτρα που συμπεριλαμβάνει η συμφωνία εφόσον δεν καταστεί δυνατό να ανοίξει η αγορά ηλεκτρισμού, αναφορά που φωτογραφίζει τα πολύτιμα «νερά» της ΔΕΗ, δίχως ωστόσο να τα ονοματίζει. Είναι και αυτή μια από τις διευκολύνσεις που παρείχαν στην κυβέρνηση οι δανειστές, αποσύροντας την αρχική τους πρόταση για «πώληση αν χρειαστεί και υδροηλεκτρικών», προκειμένου να γίνει πιο εύπεπτο το ενεργειακό πακέτο και μεγαλύτερα τα περιθώρια επικοινωνιακής διαχείρισης.

Το κλίμα αισιοδοξίας, ωστόσο, που μεταδίδει η κυβέρνηση είναι εν μέρει τεχνητό, όπως εξηγούν στα «ΝΕΑ» στελέχη εταιρειών που έχουν χτυπήσει την πόρτα του υπουργείου. Τα πάντα θα κριθούν από τη διάρκεια ζωής των προς πώληση μονάδων, αν χρήζουν αναβάθμισης, την πρόσβαση σε ορυχεία και την ποιότητα του λιγνίτη, κυρίως όμως από το τίμημα που θα απαιτήσει η ΔΕΗ. Οσο και να επιθυμεί ένας ιδιώτης να αποκτήσει λιγνιτικές μονάδες και ορυχεία για να ελέγχει ο ίδιος το κόστος του ρεύματος που πουλάει άλλο τόσο δεν είναι διατεθειμένος να βάλει βαθιά το χέρι στην τσέπη, όταν η ευρωπαϊκή πολιτική για την κλιματική αλλαγή έχει καταστήσει τα στερεά καύσιμα επένδυση ασύμφορη.

Σήμερα το κόστος παραγωγής για ένα λιγνιτικό εργοστάσιο της ΔΕΗ υπολογίζεται σε 50 – 60 ευρώ η μεγαβατώρα, αλλά το 2030 αναμένεται να εκτιναχθεί κοντά στα 100 ευρώ. Και αυτό, καθώς οι τιμές δικαιωμάτων ρύπων πρόκειται, σύμφωνα με μελέτη της Κομισιόν, να σκαρφαλώσουν από τα 5 ευρώ/τόνο διοξειδίου του άνθρακα σήμερα σε πάνω από 30 ευρώ το 2030.

ΤΙ ΥΠΑΡΧΕΙ. Στο διαδικαστικό σκέλος, οι λιγνιτικές μονάδες της ΔΕΗ αθροίζουν σήμερα 4.300 μεγαβάτ, αλλά το 40% θα καθοριστεί με βάση την εκτίμηση για το μερίδιο αγοράς του λιγνίτη, με έτος αναφοράς ανάμεσα στο 2020 και το 2025. Δηλαδή, θα συνυπολογιστούν τόσο οι αποσύρσεις μονάδων (Καρδιά 1.200 MW, αλλά και Αμύνταιο 600 MW αν τελικά κλείσει) όσο και οι προσθήκες (Πτολεμαΐδα V, 660 MW αλλά και Μελίτη ΙΙ, 450 MW). Σε αυτό το σενάριο, το λιγνιτικό δυναμικό της ΔΕΗ θα ισούται με περίπου 2.340 MW, εκ του οποίου το 40% αντιστοιχεί σε περίπου 930 MW.

Το προς πώληση πακέτο θα μπορούσε π.χ. να είναι ένας συνδυασμός είτε από Μελίτη Ι (330 MW), ΙΙ (450 MW) και Αμύνταιο (330 MW) είτε από Μελίτη Ι (330 MW), Αγ. Δημήτριος V (300 MW) και Αμύνταιο (300 MW). Το ερώτημα βέβαια είναι τι θα απομείνει τότε στη ΔΕΗ, αφού σε αυτή την υπόθεση εργασίας το λιγνιτικό δυναμικό της επιχείρησης δεν θα ξεπερνά τα 1.400 MW, από 4.300 MW σήμερα. Στην πραγματικότητα η ΔΕΗ θα βρεθεί να έχει απολέσει τη μισή λιγνιτική παραγωγή της και να έχει εισπράξει πολύ λιγότερα χρήματα από εκείνα που θα έβαζε στην τσέπη αν πωλούσε μονάδες π.χ. το 2009, οπότε και μπήκε επιτακτικά για πρώτη φορά στο τραπέζι το θέμα.