Με τις οφειλές προς το Δημόσιο, τις τράπεζες και τα ασφαλιστικά ταμεία να έχουν φτάσει περίπου τα 220 δισ. ευρώ, ξεπερνώντας ακόμα και το ΑΕΠ της χώρας, νοικοκυριά και επιχειρήσεις βυθίζονται όλο και πιο βαθιά στη δίνη της υπερχρέωσης. Η ανασφάλεια των πρώτων μηνών του 2017 με την καθυστέρηση της δεύτερης αξιολόγησης πάγωσε την αγορά και μαζί τη ρευστότητα, ενώ η κατανάλωση μειώθηκε σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των επιχειρηματιών σε κάποιες κατηγορίες προϊόντων και υπηρεσιών ακόμη και 5%.
ΤΑ ΣΤΕΓΑΣΤΙΚΑ. Ομως και στο μέτωπο των τραπεζών, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Τραπέζης της Ελλάδος, στο κόκκινο είναι 464.000 στεγαστικά δάνεια, 423.000 επιχειρηματικά και 1.900.000 πιστωτικές κάρτες. Εδικά για το πρώτο τρίμηνο τα κόκκινα στεγαστικά αυξήθηκαν από το 41,5% στο 42,2%, με το 1/3 των υπολοίπων των μη εξυπηρετούμενων στεγαστικών δανείων να αφορά δανειολήπτες που έχουν κάνει αίτηση για υπαγωγή σε καθεστώς νομικής προστασίας. Σύμφωνα με στελέχη τραπεζών, η εξέλιξη αυτή είναι απόρροια της χαμηλής ρευστότητας που αντιμετωπίζουν τα νοικοκυριά αλλά και οι επιχειρήσεις. Ομως την ανηφόρα έχουν πάρει και τα χρέη προς τις ΔΕΚΟ, με τη ΔΕΗ να μετρά οφειλές από ιδιώτες και επιχειρήσεις που φτάνουν τα 2,4 δισ. ευρώ.
ΧΡΩΣΤΑ ΚΑΙ ΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ. Οι συνεχείς αυξήσεις στις φορολογικές υποχρεώσεις, οι αυξήσεις των ασφαλιστικών εισφορών που για κάποιες κοινωνικές ομάδες είναι υπέρογκες αλλά και η μείωση των εισοδημάτων έχουν δημιουργήσει ένα πνιγηρό περιβάλλον στην οικονομία τη στιγμή που ακόμα και το Δημόσιο συνεχίζει να μην πληρώνει τις δικές του οφειλές στους ιδιώτες. Είναι ενδεικτικό ότι από την αρχή του χρόνου τα ληξιπρόθεσμα χρέη του Δημοσίου διαμορφώθηκαν τον Απρίλιο στα 3,908 δισ., με τις εκκρεμείς επιστροφές φόρων να ανέρχονται στα 1,051 δισ., τις οφειλές των ασφαλιστικών ταμείων προς ιδιώτες να αγγίζουν τα 2,6 δισ., τα χρέη των νοσοκομείων να είναι ήδη στα 600 εκατ. και των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης 354 εκατ.
Για τους ανθρώπους της αγοράς η κατάσταση οδηγεί την οικονομία σε τέλμα καθώς η υπερχρέωση δημιουργεί αλυσιδωτές αντιδράσεις σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις αλλά και στο Δημόσιο που τελικά δεν εισπράττει. Η μείωση της κατανάλωσης έχει ως αποτέλεσμα την πτώση του βιοτικού επιπέδου αλλά παράλληλα και λιγότερα έσοδα για το Δημόσιο. Μόνο στο διάστημα Ιανουαρίου – Απριλίου ο ΦΠΑ πετρελαιοειδών ήταν μειωμένος κατά 26 εκατ. ως αποτέλεσμα των μειωμένων πωλήσεων όπως και ο ΕΦΚ κατά 102 εκατ. Ιδια εικόνα και στα καπνικά και τα άλλα είδη όπου η μείωση των εισπράξεων από ΦΠΑ παρουσίασε υστέρηση κατά 203 εκατ. και από ΕΦΚ 180 εκατ. ευρώ.