Ο Μπάρδουρ ξεχνιέται με την ανάγνωση του «Απολεσθέντος παραδείσου» και πεθαίνει μέσα στην τρικυμία. Γιατί οι ήρωές σας είναι «στοιχειωμένοι» απ’ τα βιβλία;
Δεν είναι όλοι στοιχειωμένοι –κάποιοι έως και καθόλου. Αλλά, ναι, ο Μπάρδουρ και το αγόρι είναι. Εν μέρει αυτός είναι ο τρόπος να δραπετεύσουν από το αδυσώπητο περιβάλλον τους και να μεγεθύνουν, να εμπλουτίσουν τις ζωές τους. Πιστεύω ότι γενικότερα οι Ισλανδοί διαβάζουν αρκετά και ένας λόγος είναι ότι διαβάζοντας νιώθεις ελεύθερος. Από τα βάρη της καθημερινότητας, τις δυσκολίες της ζωής, ακόμη και από τον καιρό ή τη φύση. Η λογοτεχνία σού δίνει φτερά, σου προσφέρει ελπίδα, παρηγοριά, λησμονιά. Αλλά επίσης θέτει ερωτήματα, σε ωθεί να αμφιβάλλεις για οτιδήποτε, σου δίνει νέο βλέμμα. Οφείλει, λοιπόν, να είναι και βάλσαμο και απειλή. Και αγκαλιά και πρόκληση.
Οχι, δεν έχω διαβάσει τίποτε από τον ΜακΚάρθι, αν και έχω αρκετά από τα βιβλία του να περιμένουν στα ράφια. Και, ναι, υπάρχουν συγγραφείς που με έχουν συγκινήσει ή επηρεάσει στη διαδρομή. Από τους Ισλανδούς, ο Χάλντορ Λάξνες και ο Γκούναρ Γκούναρσον. Ο νορβηγός γίγαντας Κνουτ Χάμσουν, επίσης. Και πάντοτε ονειρεύομαι να γράψω ένα βιβλίο όπως το «Μετρ και Μαργαρίτα» του Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ. Θα πρέπει μάλλον να αναφέρω ακόμη τον Σαραμάγκου και τον Τόμας Μαν. Και μετά αμέτρητους ποιητές ή ποιήτριες: τον Περουβιανό Σέσαρ Βαγιέχο, τον Σουηδό Βέρνερ Ασπενστρεμ, τη Βισλάβα Σιμπόρσκα.
Ξεκίνησα ως ποιητής και εξέδωσα τρία ποιητικά βιβλία πριν γράψω το πρώτο μου μυθιστόρημα, το 1996. Και νομίζω ότι γράφω τα μυθιστορήματά μου σαν να ήμουν ποιητής. Σίγουρα υπάρχουν ιστορίες μέσα σ’ ένα βιβλίο, αλλά αποτελούν μόνο ένα μέρος του. Το ύφος και η ατμόσφαιρα είναι εξίσου σημαντικά. Η φόρμα του μυθιστορήματος κρύβει τόσες δυνατότητες, ώστε κανείς μπορεί να τις μεγεθύνει χρησιμοποιώντας την τεχνική της ποίησης, την ανάσα της μουσικής. Πρόκειται για κάτι που υπερβαίνει την αφήγηση μιας ιστορίας. Το μυθιστόρημα είναι επίσης δοκίμιο, ποίημα, συμφωνία, ρέκβιεμ, ένα ροκ τραγούδι. Κι έτσι, πέρα από την εξιστόρηση, ο συγγραφέας προσπαθεί ταυτόχρονα να βρει απαντήσεις στα πιο σημαντικά ερωτήματα: αν υπάρχει μεταθανάτια ζωή, αν υπάρχει Θεός, πώς μπορούμε να είμαστε ευτυχισμένοι, γιατί η αγάπη ξεφτίζει πολλές φορές, πώς μπορούμε να αλλάξουμε τον κόσμο. Και πώς μπορούμε να στείλουμε τον κύριο Ντόναλντ Τραμπ στη σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού.
Δύσκολο! Για καθένα που επιλέγω, πρέπει να αφήσω απέξω δεκάδες. Αλλά ας δοκιμάσουμε: ο «Παν» του Κνουτ Χάμσουν (σ.σ. εκδόσεις Σοκόλη), «Ο καλός ποιμένας» του Γκούναρ Γκούναρσον, «Η χρονιά που πέθανε ο Ρικάρντο Ρέις» του Ζοζέ Σαραμάγκου (εξαντλημένο από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια, θα επανακυκλοφορήσει από τον Καστανιώτη), «Ποιήματα» του Φρίντριχ Χέλντερλιν, «Τα ποιήματα» του Καβάφη.
Ο ωκεανός πιθανότατα;
Ο ωκεανός είναι ένα βασικό στοιχείο. Για εμάς τους Ισλανδούς –που ζούμε καταμεσής του Ατλαντικού –είναι φυλακή, απειλή, ελευθερία, χρυσωρυχείο. Διαμορφώνει επίσης το κλίμα: στοιχείο – κλειδί για την ιστορία μας. Η αναμέτρηση με ένα εχθρικό συχνά περιβάλλον μάς έχει διαμορφώσει –τόσο για το καλό όσο και για το κακό. Κι ύστερα υπάρχει το γεγονός ότι μείναμε κάτω από τον βασιλιά της Δανίας για πάνω από 500 χρόνια (ανακτήσαμε την ανεξαρτησία μας το 1944). Η λαχτάρα και ο αγώνας για ελευθερία –κυρίως τον 19ο αιώνα –είχε μεγάλο αντίκτυπο στον χαρακτήρα μας –ξανά για το κακό και για το καλό. Το θετικό ήταν ότι μας έδωσε τη δύναμη να χτίσουμε μια κοινωνία ευημερίας και μας θύμισε την τεράστια σημασία της γλώσσας μας –χωρίς τα ισλανδικά θα είχαμε χάσει την ταυτότητά μας. Το αρνητικό, ότι αποκτήσαμε την τάση να κατηγορούμε τους Δανούς για όλα τα αρνητικά. Αυτοί ήταν πάντα οι ένοχοι, ποτέ εμείς. Το ίδιο κάνουμε μέχρι σήμερα. Εάν κάτι πάει στραβά στην κοινωνία μας, ρίχνουμε την ευθύνη σε όλους τους άλλους εκτός απ’ τον εαυτό μας.
Υπάρχουν πολλές αποχρώσεις. Η λογοτεχνία της Δανίας είναι τόσο διαφορετική από τη σουηδική. Και η σουηδική από την ισλανδική. Πριν από πολλά χρόνια όλοι θα απαντούσαν καταφατικά: ναι, υπάρχει η «λογοτεχνία του Βορρά» και το στυλ του Κνουτ Χάμσουν ήταν η επιτομή της. Ποιητική, ελαφρώς μελαγχολική, γεμάτη ενδιαφέροντες χαρακτήρες. Το ύφος αυτό είναι εύκολα αναγνωρίσιμο, όπως στα καλύτερα έργα του μεγάλου Σουηδού Περ Ολοβ Ενκβιστ. Αλλά να που τώρα διαβάζετε και τον σε υπερθετικό βαθμό ρεαλιστή Κνάουσγκορντ. Ελπίζω μόνο το ενδιαφέρον για τη λογοτεχνία μας να οφείλεται στην ποιότητά της!
«Ο Καβάφης με συντροφεύει στα ταξίδια μου»
Διαβάζετε περισσότερη ποίηση απ’ ό,τι μυθιστορήματα;
Να σας πω την αλήθεια, κανείς δεν έχει τόσο χρόνο για να διαβάσει όσα θέλει. Το γράψιμο απορροφά πολύ από τον δικό μου. Αλλά προσπαθώ να διαβάζω όποτε μπορώ, επειδή αυτό είναι η εξερεύνηση της ζωής. Για μένα είναι σημαντικό να ψάχνω μια νέα ιδέα. Και ως άνθρωπος να ανακαλύπτω νέα τροφή για σκέψη. Πάντοτε, λοιπόν, διάβαζα και μυθιστορήματα και ποιήματα. Πρόσφατα τέλειωσα το μεγαλειώδες έργο του Τόμας Μαν «Δόκτωρ Φάουστους». Κι ένα σύντομο θαυμάσιο μυθιστόρημα, το «Welcome to America» της Λίντα Μπόστρουμ Κνάουσγκορντ. Αλλά, ναι, διαβάζω συνέχεια ποίηση. Αυτή την περίοδο διαβάζω Πετράρχη, Χέλντερλιν και Φραντς Ράιτ. Στους αγαπημένους μου ανήκουν επίσης ο Πεσόα, η Σιμπόρσκα, ο Τόμας Τρανστρέμερ.
Δεν μπορώ να πω ότι γνωρίζω πολλούς έλληνες ποιητές και, δυστυχώς, κανέναν σύγχρονο. Αλλά έχω μεταφράσει μερικά ποιήματα του Γιάννη Ρίτσου και τα τελευταία 2-3 χρόνια ο Καβάφης μπήκε στους αγαπημένους μου. Τον διαβάζω στην αγγλική και στη νορβηγική μετάφραση. Η τελευταία είναι πολύ καλή. Τα τελευταία χρόνια, λοιπόν, δεν ταξιδεύω πουθενά χωρίς την έκδοση με τα ποιήματά του. Είναι ο σύντροφός μου στα ταξίδια.
Jon Kalman Stefansson
Παράδεισοςκαι κόλαση
Μτφ. Ρίτα Κολαΐτη
Εκδ. Καστανιώτη 2017, σελ. 224
Τιμή: 16 ευρώ