«Αμαρτία εξομολογημένη η μισή συχωρεμένη». Σε μια πρώτη, γρήγορη ανάγνωση τεσσάρων διηγημάτων (δεκαεννέα στο σύνολό τους) του βιβλίου της Ελίνας Συμιγδαλά «Ιζολάρια» σχηματίστηκε η εντύπωση πως επρόκειτο για ιστορίες που τις έχει γράψει μια πολύ μορφωμένη και καλλιεργημένη γυναίκα μ’ ένα σχετικό ταλέντο στο γράψιμο. Οπως άλλωστε μας πληροφορεί το βιογραφικό της, η Ελένη Συμιγδαλά «σπούδασε Ιστορία στην Αθήνα και Συντήρηση Ζωγραφικής στη Φλωρεντία, εργάστηκε δε ως συντηρήτρια ζωγραφικής και ως καθηγήτρια Συντήρησης στο Τμήμα Επιμόρφωσης Ενηλίκων του Κολλεγίου Αθηνών». Οι δύο σελίδες άλλωστε με τις σημειώσεις της που παρατίθενται στο τέλος του βιβλίου επιβεβαιώνουν τη μόρφωση και την καλλιέργεια μιας συγγραφέως που όσο αυτονόητο είναι να γνωρίζει τις «Αόρατες πόλεις» του Ιταλο Καλβίνο ή τον «Μάγκα» της Πηνελόπης Δέλτα, κάθε άλλο παρά αναμενόμενο είναι να παραπέμπει στην Αμέλια Ερχαρτ, την αμερικανίδα πρωτοπόρο της αεροπορίας που εξαφανίστηκε τον Ιούλιο του 1937 στον Ειρηνικό Ωκεανό, προσπαθώντας να κάνει τον γύρο της Γης, ή στον εντελώς άγνωστο πια πεζογράφο Γιάγκο Πιερίδη (για τον οποίο θα ορκιζόταν κανείς πως ο μόνος που τον θυμάται πλέον είναι ο Μάνος Ελευθερίου).

Καλλιέργεια

Να παραπέμπει μάλιστα μ’ έναν τρόπο που γίνονται όλα αυτά πολύ ζωντανή και δραστήρια ύλη της αφηγηματικής εξέλιξης, όπως άλλωστε συμβαίνει και με τα ονόματα του Νίκου Εγγονόπουλου, του Σπύρου Παπαλουκά και του Γιοχάνες Βερμέερ. Δεν εννοούμε βέβαια πως για να γράψει κανείς ένα ή περισσότερα καλά βιβλία χρειάζεται να είναι ασπούδαχτος και αδιάβαστος. Καθώς πρόκειται όμως για ένα ερώτημα που δεν έχει απαντηθεί απολύτως, ας χρεωθεί αυτό την εξάμηνη καθυστέρηση του διαβάσματος των «Ιζολαρίων», όσο είναι το χρονικό διάστημα που χρειάστηκε ώστε εκφραστικοί τρόποι του τύπου «τα σωληνάκια μιας άρρωστης έφυγαν άπραγα» ή «σαν αυτός να έφυγε και να παράτησε τα απογοητευμένα κι άδεια μάτια του εκεί, στο πεζοδρόμιο να κοιτάζουν τη ζωή» ή «το συνεχές κι ενοχλητικό φτάρνισμα της καρδιάς» να πάψουν να λογαριάζονται ως μια εκζήτηση και να εξισώνονται, ή μάλλον να ενσωματώνονται, συγκροτώντας ένα όλον και μια πεζογραφία εντελώς πρώτης γραμμής, με κομμάτια όπως αυτό που αναφέρεται σ’ ένα αποχαιρετιστήριο ερωτικό γράμμα και τον φάκελο που το περικλείει: «Φάκελος που τον είχαν πιάσει πολλά χέρια. Ο μισοτσαλακωμένος όμως χάρτινος αυτός κομιστής είχε με επιμέλεια πετάξει από πάνω του όλα τα ύποπτα κι όλα τα αθώα δακτυλικά αποτυπώματα κι είχε κρατήσει μόνο το χάδι του αποστολέα. Και της σκέψης του. Και της γραφής του». Συμπληρώνοντας για το γράμμα που περιείχε ο φάκελος αυτός ότι «είχε βέβαια ξεκινήσει πριν γραφτεί, πριν ακόμη μπει στον φάκελο, πριν στριμωχτεί στο ταχυδρομικό κουτί. Το γράμμα ήταν ήδη στον δρόμο από την πρώτη στιγμή της συνάντησής τους».

Αν έχεις κάθε λόγο να αισθάνεσαι ζωντανή τη διάρκεια μιας κουβέντας που ειπώθηκε πριν από 102 χρόνια από μια δασκάλα στο Παρθεναγωγείο της Σμύρνης, με όση τουλάχιστον ενάργεια αποτυπώνεται στην κοινή συνείδηση η καταστροφή της ομώνυμης πόλης, δεν παύεις να αναρωτιέσαι πώς γίνεται και η συμβουλή ενός πατέρα στον γιο του σαν να τον προετοιμάζει για να ζήσει, δεκαετίες αργότερα, αντεστραμμένο το περιεχόμενο της παρότρυνσης που του είχε δώσει.

Μια εμμονή τελικά στις λέξεις σε όλα τα διηγήματα της Ελίνας Συμιγδαλά κι όσο κυριαρχικές αναδεικνύονται οι λέξεις «κλωστή», «συγγνώμην», «μυρμήγκι», «δρόμος», «δαχτυλήθρα» στο διήγημα «Από το παράθυρο», άλλο τόσο εκφραστικός και αναντικατάστατος τεκμαίρεται ο ετυμολογικός συσχετισμός των λέξεων «isola», «isolato» και «isolaria» σε σχέση με όλο πια το βιβλίο. Με την πρώτη να σημαίνει «νησί», τη δεύτερη «απομονωμένος» και την τρίτη «νησολόγια» (δηλαδή χαρτογραφημένες περιγραφές νησιών, ακτών, πελάγων, ανθρώπων και των μύθων τους), έτσι ώστε η πλούσια ταύτισή τους με μια απροσδόκητη προοπτική σε σχέση με τις ζωές όλων των ηρώων να κάνει ν’ ακούγεται ως «φιλολογική» η παράγραφος του οπισθοφύλλου: «Η καθεμιά ιστορία φιλοδοξεί να χαρτογραφήσει το “νησιώτικο” σύμπαν ανθρώπων που αναπνέουν (σ.σ. δηλαδή θα ήταν δυνατόν να ζουν χωρίς ν’ αναπνέουν;), γελάνε και κλαίνε δίπλα μας, που ξεπηδούν από βιβλία, που προσπαθούν να είναι αόρατοι ή που επιθυμούν ν’ αφήσουν ίχνη με το βλέμμα τους». Ποια σχέση μπορεί ν’ αναγνωρίσει κανείς ανάμεσα σ’ έναν άνθρωπο που απλά γελάει ή κλαίει δίπλα μας ή επιθυμεί ν’ αφήσει ίχνη με το βλέμμα του με τον Θανάση ή κυρ Θανάση ή κύριο Γκότση ή Νάσο ή «άγιο» (όπως τον λένε όταν τον γνωρίζουμε εμείς) του διηγήματος «Από το παράθυρο», που κι αυτός δίπλα μας είναι καθώς κινείται στην περιοχή του Συντάγματος, στην οδό Βύσσης, στον Αγιο Κωνσταντίνο στην Ομόνοια και στην εκκλησία της Χρυσοσπηλιώτισσας, αν προσθέσουμε ότι θα αρκούσε το διήγημα αυτό όχι βέβαια για να είχε ευχηθεί κανείς να υπάρξει ή να δικαιωθεί η «κρίση» των επτά τελευταίων χρόνων, αλλά για κάτι εξίσου σημαντικό: Αν το διήγημα «Από το παράθυρο» ήταν η μόνη μαρτυρία τους που θα είχε απομείνει, δεν θα χρειαζόταν να διαβάσει κανείς οτιδήποτε άλλο προκειμένου να καταλάβει τι είχε συμβεί τα χρόνια αυτά.

Ιλιγγιώδης διαδρομή

Με την έννοια πως όσο υπεύθυνα ή ανεύθυνα μπορεί να λογαριάζονται τα ονόματα του Καραμανλή ή του Παπανδρέου, του Σόιμπλε ή της Μέρκελ για την κρίση αυτή –με το ίδιο το διήγημα να μην καταδέχεται καν να τα υπαινιχθεί -, δεν παύουν, όντας μια εύκολη αναφορά, να αδυνατούν να μας αποκρυπτογραφήσουν τις εσωτερικές διαστάσεις ενός τρομακτικού γεγονότος, όπως στην περίπτωση του Θανάση ή κυρ Θανάση ή κυρίου Γκότση ή Νάσου η «άγιου», όταν με έξι μόνο λέξεις, «Γρήγορα που γίνεται σπίτι ένα παγκάκι», αποδίδεται μια μετακίνηση που έχει όλα τα χαρακτηριστικά μιας απίθανης, ιλιγγιώδους διαδρομής.

Και όπως ο επονομαζόμενος ως «άγιος» είναι ένας σύγχρονος παρίας ή περιθωριακός, το ίδιο θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς και για τους ήρωες των υπόλοιπων διηγημάτων, εκ γενετής ή εκ πεποιθήσεως περιθωριακούς, σ’ οποιονδήποτε χρόνο κι αν τοποθετούνται οι ζωές τους ή οσοδήποτε «κατεστημένη» κι αν είναι μια επαγγελματική ή κοινωνική τους ιδιότητα. Τόσο όμως περιθωριακοί ώστε, είτε πρόκειται για τον παλαιοβιβλιοπώλη Τάσο και τη γατόφιλη Ιουλία είτε για τον αυτιστικό Αγγελο και την ηλικιωμένη καθηγήτρια ζωγραφικής που ψυχορραγεί, ο μικρόκοσμός τους ν’ ανοίγεται μ’ έναν ιδιοφυή συχνά τρόπο σ’ έναν άγνωστο ή υποθετικό για όλους μας μακρόκοσμο, με τους στίχους της Κικής Δημουλά «Το λάθος αίσθημά μου / κι ο κόσμος του όλος / είν’ ο σωστός μου κόσμος» κυριολεκτικά να θριαμβεύουν.

Ελίνα Συμιγδαλά

Ιζολάρια

Εκδ. Αλεξάνδρεια, 2017, σελ. 208

Τιμή: 13 ευρώ