Μυθοπλασία και ντοκιμαντέρ ταυτόχρονα. Ερωτικό πρελούδιο πολιτικής αφύπνισης και ευθείας κριτικής ως προς την υπερμεγέθυνση του στρατευμένου Εγώ. Μετά το διάγγελμα Ντε Γκολ και την επεισοδιακή εκκένωση της Σχολής Καλών Τεχνών στο Παρίσι, άρχισαν τα… μπάνια του λαού. Οχι για όλους. Για τον νεαρό έφηβο πρωταγωνιστή του βιβλίου, η «τουριστική» εποχή της αμφισβήτησης μπορεί να έλαβε τέλος, αλλά η αυγή μιας διαρκούς επανάστασης, όπως την αντιλαμβανόταν ένα μεγάλο μέρος του αριστερού χώρου και της νεολαίας, μόλις ξεκινούσε.
Ο συγγραφέας, σεναριογράφος και σκηνοθέτης Στεφάν Οσμόν έγινε γνωστός στο ευρύτερο κοινό από το μυθιστόρημά του «Le Capital», που μεταφέρθηκε πριν από μερικά χρόνια στη μεγάλη οθόνη από τον Κώστα Γαβρά. Από μαθητής γυμνασίου κιόλας συμμετείχε ενεργά στα κινήματα και τις συστοιχίες της Ακρας Αριστεράς. Κατά κάποιο τρόπο το εν λόγω βιβλίο είναι ένα είδος ημερολογίου με έντονα αυτοβιογραφικά στοιχεία. Για του λόγου το αληθές, ο αρχικά έφηβος πρωταγωνιστής κατεβαίνει από τα προάστια του Παρισιού στο κέντρο των επεισοδίων του Μάη. Ζει σε μια εργατική πολυκατοικία, ένα κοινόβιο ουσιαστικά όπου οι αποφάσεις παίρνονται συλλογικά. Σχεδόν κάθε ένοικος εκπροσωπεί και μια τάση της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς. Η καθημερινότητα είναι μια σκυταλοδρομία θεωρητικής διαπάλης.
Ανώνυμος ήρωας
Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση καθοδηγεί τον αναγνώστη μέσα από το βλέμμα του ανώνυμου ήρωα. Είναι ένας από τους πολλούς μιας γενιάς που πέρα από τον μύθο, μετράει τα χαμένα παιδιά της. Στη Σχολή Καλών Τεχνών και στη Σορβόννη παίρνει το βάπτισμα του πυρός. Απεχθάνεται την αστική συμπεριφορά και τη δημοκρατία, τους «κυριλέ» δήθεν επαναστάτες που είδαν φως και μπήκαν στις κινητοποιήσεις του Μάη του ’68, τη νιρβάνα της εργατικής τάξης. Θέλει αφύπνιση, σύγκρουση με τους πανταχού παρόντες φασίστες, προσδοκά τη συνοδοιπορία των ανατρεπτικών κινημάτων σε ένα διεθνές μέτωπο ανατροπής των καταπιεστικών καθεστώτων. Βρίσκεται ακόμη στην εφηβεία και όλες οι ερμηνείες είναι ανοιχτές και δυνάμει πραγματοποιήσιμες. Ερχεται σε επαφή με την τροτσκιστική Επαναστατική Κομμουνιστική Λίγκα και στρατεύεται με ζήλο στην ομάδα περιφρούρησής της. Διαβάζει και επηρεάζεται από την «Ανθρώπινη μοίρα» του Αντρέ Μαλρό και από το «Δίχως πατρίδα, μήτε σύνορα» του Τζαν Βάλτιν, ενός αμφιλεγόμενου Σπαρτακιστή ναυτικού που στην πορεία πέρασε στα άδυτα του Κρεμλίνου.
Υπάρχει βέβαια και ο έρωτας. Στο πρόσωπο της χειραφετημένης, συνομήλικης του ήρωά μας, Φεντόρα. Το κορίτσι αποτυπώνει μια διπλή ενδόμυχη επιθυμία: από τη μια ενσαρκώνει το άλμα προς την κατάκτηση μιας ελευθεριακής – μη φαλλοκρατικής σχέσης και από την άλλη τονίζει τον «μικροαστικό» προσανατολισμό για συντροφικότητα και μονογαμία. Η Φεντόρα είναι το δυναμιτάκι που βάζει τον ήρωά μας να σκεφτεί αν τελικά είναι ένας μπουρζουά, που αλητεύει μέσω της πολιτικής για να διαφύγει από τη συνείδησή του. Ομως η εφηβεία και η μετεφηβεία αλυχτούν εντός.

«Δεν θέλουμε μπουμπούνες»
Η στράτευση ξεκινά από τον δρόμο, αν και ο πρωταγωνιστής μας τα καταφέρνει άνετα στο σχολείο. Γράφει προκηρύξεις, διαβάζει ασταμάτητα, ακούει δυνατή ροκ μουσική. Οι καθοδηγητές του απαιτούν: «Δεν θέλουμε μπουμπούνες στις τάξεις μας». Αναπνέει με τις συνελεύσεις, ανδρώνεται μέσα στο πλήθος και στη σωματική επαφή. Θέλγεται από πρόσωπα περιθωριακά. Κατ’ αυτόν, αποτελούν το «ανόθευτο» εργατικό δυναμικό, που αντιτίθεται στον όποιο καταναγκασμό. Καθώς μεγαλώνει ο ήρωας, ένα ουσιαστικά ορφανό παιδί, παρακολουθούμε βήμα βήμα τα διλήμματα, την απίσχνανση του κινήματος, τα θεωρητικά άλματα και τα αδιέξοδα. Ο δρόμος φυσικά έχει τη δική του ιστορία, αλλά λίγο αργότερα πολλοί αναρωτιούνται πού οδηγεί.
Αρχικά υπάρχει η πίστη ότι ο δρόμος διακλαδίζεται και οδηγεί στην ανακάλυψη άλλων μονοπατιών και παραποτάμων, εξαρτάται πώς το εικονοποιεί ο καθένας. Στην πορεία, ο δρόμος στενεύει. Οι αποφάσεις παύουν να έχουν ναρκισσιστικό χαρακτήρα. Ερχεται η στιγμή που θα συμπεριλαμβάνουν αποτελεσματικότητα και συμβιβασμούς. Ενας συνδυασμός που απέχει πολύ από τη δημοφιλία. Σπάει στη μέση τα εύλογα οράματα της νιότης. Ο Οσμόν κοιτάει στα μάτια τον εαυτό του και τους παλιούς του συντρόφους. Με παρατσούκλια οι περισσότεροι, καθότι τροτσκιστές. Δίχως καθωσπρέπει μετανιώματα, περιττές ελεγείες ή μελό νοσταλγίες, φέρνει στον αναγνώστη τού σήμερα τον άγριο παλμό των αναζητήσεων της δεκαετίας του ’70. Οι αναζητήσεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς και των δεκάδων εκφράσεών της (κοντινές με τις αντίστοιχες της χώρας μας) δεν τέλειωναν με μια σαμπάνια στο χέρι. Είχαν κατ’ αρχάς εδαφικό προσανατολισμό, που σημαίνει σύγκρουση μέχρις εσχάτων με τους αντιπάλους. Οι οποίοι ήταν προκαθορισμένοι. Στις σελίδες του βιβλίου βρίσκουμε τους πρωταγωνιστές της εποχής, απογυμνωμένους από συμβολισμούς και βαρίδια υστεροφημίας. Οι χαρακτήρες δρουν αποκλειστικά και μόνο μέσα από το πρίσμα της πολιτικής τους στάσης. Μιας στάσης που καθορίζει ολοκληρωτικά την καθημερινότητά τους, ακόμη και στα ασήμαντα, καθημερινά ζητήματα. Γι’ αυτό τον λόγο είναι ένα βιβλίο που δεν φανατίζει. Ισως κάποιους που δεν είναι εξοικειωμένοι με τον «χώρο», παρά τις αναλυτικές σημειώσεις της μεταφράστριας, να τους κουράσει το επαναλαμβανόμενο μοτίβο των ασκήσεων επαναστατικής πρακτικής. Ομως για τους στρατευμένους νέους τού τότε, τίποτε δεν ξέφευγε από το πλαίσιο της εξεγερσιακής προετοιμασίας.
Μιας συμπεριφοράς που εμπεριείχε σκληρή αξιολόγηση από τα στελέχη της οργάνωσης. Αλλο πράγμα ο «συμπαθών» και τελείως άλλο πράγμα το «μέλος». Το κομμάτι αυτό της Αριστεράς επιβίωσε μέσα στον χρόνο διότι, όπως λέει και ο συγγραφέας, το βλέμμα της ήταν προσηλωμένο στον δρόμο και όχι στις κάλπες.

Αλαφροΐσκιωτες ερμηνείες
Τα σοβαρά προβλήματα αρχίζουν όχι τόσο από τις αλλεπάλληλες διασπάσεις, όπως πιστεύουν οι περισσότεροι, αλλά από το ξόδεμα πάνω σε τελικά αλαφροΐσκιωτες ερμηνείες των γεγονότων, κάτι που έρχεται σε αντίθεση με τον υποτίθεται όγκο πνευματικής δουλειάς που είχε προηγηθεί. Αμέσως μετά έρχονται οι προσωπικές επιδιώξεις, που παραμένουν κρυφές για πολλά χρόνια. Μεγάλο επίσης ζήτημα είναι εκείνο της πολιτικής κριτικής που σταδιακά μετατρέπεται σε συνωμοσιολαγνία. Τελευταίο και κύριο ζήτημα που αναδεικνύει το βιβλίο, δεν είναι άλλο από αυτό της προσωπικής επιθυμίας. Της αδιαμεσολάβητης εκδήλωσης των συναισθηματικών απολήξεων, που περιέχουν και σχεδόν όλη την γκάμα των «απαγορευμένων» συμπαραδηλώσεων. Ομως, δεν υπόκεινται σε απαγορεύσεις ιδεοληπτικού κανονισμού ούτε αφήνονται στη στειρωμένη αυτάρκεια του πολιτικώς ορθού.
Σε μια συγκυρία πολιτικών στρεβλώσεων και γηπεδικής κοινωνικής συμπεριφοράς, έχουμε μπροστά μας ένα βιβλίο για όσα έμειναν ατελή ή όσα παραποιήθηκαν από τη μονοδιάστατη εξεγερσιακή εμμονή, που μπορεί να ήταν τελικά το ολόγραμμα μιας παρατεταμένης άνοιξης.

Stephane Osmont

Ανεξέλεγκτα στοιχεία

Μτφ. Αριάδνη Μοσχονά

Εκδ. Πόλις, 2016,

σελ. 464,

Τιμή: 17,70 ευρώ