Σε είπανε «Κοντύλω», Αννα μου, κοντυλογραμμένη πα’ να πει. Ολους με παρατσούκλια τούς αναγνώριζαν, αλλιώς σαν να μην υπήρχαν, εκεί στο Αυδήμι της Προποντίδας, όπου γεννήθηκες. Δεν ήξερε κανείς να πει πολλά για σένα. Μόνο αυτή η φωτογραφία σου, με τις άλλες τρεις κοκόνες, και μια άλλη, με τους γονείς σου, Θανάση και Γιαννούλα, και τ’ αδέρφια σου, Θεοφάνη και Προφήτη, έχουνε μείνει. Κι ένα γιορντάνι σου μακρύ, μαλαμοκαπνισμένο, απιθωμένο δίπλα στον ξυλόγλυπτο Αϊ-Γιώργη και το γαμήλιο στεφάνι των γονιών.
Δε θα ‘πρεπε να κλαίνε αυτά τα μάτια. Να λυπούνται, αλλά να μην κλαίνε. Γιατί «μην κλαις, τα δάκρυα λερώνουν τη ζωή», είχε πει ο Νίκος Εγγονόπουλος. Να τα χαζεύουν θα ‘πρεπε, να τα γλυκοφιλούνε και να κρατούν τη σμαραγδένια υγρασία τους στης μνήμης το εικονοστάσι φυλαχτό, για να ξαναβαφτίζονται, σε ώρες κρίσιμες, στης ομορφιάς και της ανθρωπιάς το νάμα.
Με τέτοια μάτια δεν σου ‘πρεπε να χαθείς ποτέ, και με τέτοια ματιά. Αγέλαστη όμως, μαζί με τις άλλες αγέλαστες. Σάμπως και ποια γυναίκα θα τολμούσε στην παλιά πατρίδα, πριν από έναν αιώνα και βάλε, να σπάσει χαμόγελο στον φακό; Θα ήταν σαν να τα ‘θελε με τον φωτογράφο. Λογοδοσμένη ωστόσο στα είκοσι εννιά σου, χωρίς παρτίδες από πριν με τον γαμπρό, σαν γύρισε απ’ την Αμέρικα, με το ζεμπίλι του δολάρια φορτωμένο, έσκυψε και σε φίλησε, στον γιαλό του Μαρμαρά, μπροστά στα γονικά σου και σ’ όλο το χωριό, κι έγινε σούσουρο, λέει, μεγάλο. Μα γιατί; Ο τόπος μας, η Ανατολική Θράκη, ήτανε χώρα του έρωτα και των οργίων, των χορευταράδων και των παιχνιδιατόρων, του Βάκχου και του Ορφέα, απ’ τον καιρό των μύθων και των θρύλων, και τα αναστενάρια μας των ξέφρενων πυροβατών –που ακόμα στέκουν ευτυχώς –«δένουν» τον διονυσιασμό του ανθρώπου με τα μυστήρια των αγίων, την πανάρχαια λύρα που σε γλυκαίνει και στήνει κουβέντα με τον ξεφαντωτικό ζουρνά που σου ξεριζώνει τα σπλάγχνα σαν παίζει «ο Κωνσταντίνος ο μικρός κι ο Μικροκωνσταντίνος» πλάι στο τύμπανο, και σου κατεβαίνουν ποταμοί δακρύων για τα πάθη τα σεπτά του πολύπαθου και ρημαγμένου κι όμως, να πεις, σαν άμαθου Γένους. Τρανό χωριό τ’ Αυδήμι –σήμερα Ουτσμάκντερε της Ευρωπαϊκής Τουρκίας -, που έβγαζε πρωτομάστορες, καλφάδες, αμπελουργούς και μεταξοπαραγωγούς, με άφθονα νερά και πτηνά παραδείσια, κεφαλοχώρι στα Γανόχωρα, είκοσι επτά ελληνικά χωριά, σεισμοπαθή, με ελάχιστους Τούρκους –απ’ όπου και ο Γιώργος Ιωάννου -, και όπου, κάποτε, το Βασίλειο των Οδρυσών. Γέννησε τέκνα ζηλευτά η γη των Θρακών, τον Σπάρτακο, τον Ιουστινιανό, τον Βελισάριο, τον Βιζυηνό που μας έμαθε την αυθεντική αλφάβητο της πατριδογνωσίας.
Ανά δύο, όρθιες και καθισμένες, στέκουν ανεπιτήδευτες οι τέσσερις θρακιώτισσες φιλενάδες, στην ακμή της εφηβείας τους, υποβάλλοντας με τη χάρη της φυσικής τους αρχοντιάς, το ύφος και την εν γένει στάση τους, την αρετή της ταπεινότητας. Φυσιογνωμίες που δεν συνιστούν πρόταση μοντέλου προς κατανάλωσιν αλλά υπόδειγμα ύφους σεμνού που αντιστοιχεί απόλυτα στο αδιαπραγμάτευτο ήθος των αχάλαστων Ρωμιών των παλαιών πατρίδων. Πέτσινα πασούμια μυτερά και σκούρες φορεσιές ποδήρεις από ατόφιο κατιφέ. Και του προσώπου σου το δέρμα, κι αυτό απαλό, κατιφεδένιο, ταιριαχτό με την ξανθή σου κόμη.
Σαν τι να έκανες λίγο πριν φωτογραφιστείς; Ν’ ανέβασες νερό απ’ το πηγάδι; Να ‘πλυνες τα σκουτιά στην ακροποταμιά; Να ‘πλασες φανουρόπιτα; Να πήρες μέρος στη γιορτή της Μπάμπως ή στην Περπερούνα; Μην ήσασταν σε κάνα πανηγύρι της Ραιδεστού ή της Κεσάνης ή της Καλλίπολης απέναντι; Τα μάτια σου πάντως δείχνουν λύπη. Η φωτογραφία αυτή σαν να μοιράζει τη ζωή σου στα δύο. Εδώ, μόλις που έχεις πατήσει τα δεκαεπτά. Σαν να προμαντεύεις πως δεκάξι χρόνια μετά, μάνα ενός δίχρονου αγοριού, γεννημένου στην πατρίδα, λεχώνα στη θυγατέρα σου, που τη βάφτισαν κατόπι στ’ όνομά σου, θα έφευγες απ’ τη ζωή από επιλόχειο πυρετό. Από ελονοσία, είπανε, μάστιζε την περιοχή, τη Μηχανιώνα, όπου εγκατασταθήκατε ως ανταλλάξιμοι, αλλά και το Μπαξέ Τσιφλίκι και την Αρετσού, έτσι αποδεκατίστηκαν οι καραβιές των Ποντίων μετά τον Διωγμό. Η μάνα σου, η Γιαννούλα, σε θρηνούσε ολονυχτίς στο τσαντίρι. Ησουν η πρώτη νεκρή της νέας πατρίδας σας, το πρώτο θύμα. Είχαν σκορπίσει οι χωριανοί σου σ’ όλη τη Βόρεια Ελλάδα, Δράμα, Βέροια, Κατερίνη, Φιλώτα Φλώρινας κι αλλού, και σ’ έκλαψαν πολύ, όταν ακούστηκε το θλιβερό μαντάτο ύστερα από καιρό. Χάθηκαν μεταξύ τους οι Αυδημιώτες, δεν ξαναστήθηκε το χωριό σου, ούτε ξαναγύρισαν. Ηταν η μοίρα σας και μοίρα μας του διχασμού, των δυο πατρίδων, η ζωή μας από δω, η ψυχή μας από κει. Εγινε ταβερνιάρης ύστερα ο άντρας σου, ξαναπαντρεύτηκε μια μεγαλοκοπέλα, να κάνουν πάλι μάνα τα δυο σου ορφανά, μα δε σε ξέχασε στιγμή, ένα ούζο για τον πελάτη κι ένα για το ντέρτι του κατέβαζε, μέχρι που έφυγε, νωρίς κι αυτός, απ’ το καμένο του συκώτι.
Πού να ‘ξερες πως θ’ αποκτούσες τέσσερα εγγόνια, που δεν αξιώθηκες ποτέ σου να τα δεις; Πως το ένα, αγόρι, στην ωριμότητά του πια, θα πορευόταν, κάθε βράδυ στα όνειρά του, μαζί με άλλους καημούς, με τη συντροφιά σου, τη στοιχειωμένη σου μορφή, σαν γούρι και σαν προστασία αγγελική, ερωτική και τρυφερή, και πικραγαπημένη, όπως σε κάνει ν’ αγαπάς μοναδικά μόνο το αίμα, όταν τραβάει απ’ το ίδιο αίμα;
Ησουνα όμορφη και λυγερή, κι όλους τους θάμπωνες, Αννούλα μου, γι’ αυτό σε είπανε «Κοντύλω».