Εστησε το BBC ολόκληρο αφιέρωμα στο «ελληνικό φιλότιμο», πλην όμως απέφυγε να ρωτήσει τους καθ’ ύλην αρμοδίους. Τον αναπληρωτή υπουργό Υγείας, για παράδειγμα, ο οποίος προφανώς θα είχε έτοιμους δυο – τρεις ορισμούς για τη «λέξη που δεν υπάρχει σε καμία άλλη γλώσσα πλην της ελληνικής», όπως το θέλει ο πανεθνικός θρύλος. Ή τον ίδιο τον Πρωθυπουργό, ο οποίος έχει διατρανώσει urbi et orbi ότι «τον ήλιο και το τσίπουρο δεν θα μας τα πάρουν ποτέ!». Σε μια παραλλαγή της παλαιότερης δήλωσής του, φιλότιμο θα ήταν έως και να φορέσει γραβάτα, αν το επέβαλλε το εθνικό καθήκον.
Αν η ομάδα του βρετανικού πρακτορείου άνοιγε τη βεντάλια των ερωτηθέντων –και δεν περιοριζόταν σε εκπροσώπους της μεσαίας τάξης –θα μάθαινε το υλικό από το οποίο είναι φτιαγμένο το DNA του φιλότιμου. Θα μάθαινε πρωτίστως ότι υπάρχει μια βασική σχολή ερμηνείας. Σύμφωνα με αυτή, φιλότιμο είναι η παράταση της διαπραγμάτευσης με τους εταίρους, ακόμη και όταν χτυπάει κόκκινος συναγερμός για την υπονόμευση της προσπάθειας. Φιλότιμο είναι και η αναγωγή της διευθέτησης του χρέους σε «ιερό δισκοπότηρο» της ημερήσιας διάταξης. Είναι ακόμη η επίκληση των ιερών και οσίων του ελληνικού Δημοσίου, το οποίο πρέπει να μείνει παγωμένο μέσα στον ελληνικό χρόνο, έτσι όπως εισήλθε από την εποχή της τεχνητής ευμάρειας. Είναι η εισαγωγή δημοψηφισμάτων διά της πλαγίας οδού για να μπορεί να εκφράζεται ο κυρίαρχος λαός, αλλά και η συμμετοχή των φοιτητών στη διοίκηση των πανεπιστημίων.
Σύμφωνα με αυτή τη σχολή, φιλότιμο δεν είναι η μετριοπαθής ανάλυση των υποχρεώσεων και των προσδοκιών της ελληνικής οικονομίας. Ούτε η απαραίτητη πολιτική συναίνεση για να στηριχθεί η οδός η τεθλιμμένη που περνάει μέσα από τα Μνημόνια. Το φιλότιμο σταματάει εκεί όπου ξεκινά το αντιμνημονιακό χούι. Είναι κι αυτή μια λέξη που δεν μεταφράζεται εύκολα σε άλλες γλώσσες, αλλά την έχουμε αποδεχθεί στην εσπεράντο της νέας εποχής.