Ο οδηγός του ταξί, γύρω στα πενήντα, ευπρεπής, με πεντακάθαρο αυτοκίνητο. Και, κυρίως, χωρίς διάθεση να αναλύσει τι θα γίνει στο Eurogroup. Εως ότου χτύπησε το τηλέφωνό του. Η συνομιλία σύντομη, με λάιτ μοτίβ ένα αγωνιώδες «καλά» που η επανάληψή του προσπαθούσε να το κάνει καθησυχαστικό. «Καλά, καλά είμαι εγώ. Εσύ καλά; Ολα καλά; Καλά. Ναι, καλά. Θα σε πάρω σε μία ώρα». Κλείνοντας, μου εξήγησε ότι ήταν η γυναίκα του. «Τηλεφωνιόμαστε κάθε μία ώρα» είπε και φαντάστηκα ότι εδώ έχουμε έναν έρωτα μεγάλο. Με προσγείωσε όμως στη δυσοίωνη πραγματικότητα. «Με τόσα που ακούμε φοβόμαστε μη συμβεί κανένα κακό. Και σε εμένα στο ταξί και σε εκείνη στο σπίτι. Μένουμε σε ισόγειο και ο γιος μας τέτοια ώρα είναι στη σχολή».

Υπερβολικό. Η υπερβολή όμως προσδιορίζεται από τον μέσο όρο. Που, τελευταία, έχει ενσωματώσει πολύ φόβο. Σε πεδία που, μέχρι τώρα, δεν τα έσκιαζε φοβέρα καμιά. Φοβάσαι να ανοίξεις τους λογαριασμούς της ΔΕΗ. Φοβάσαι να ξοδέψεις, ακόμη και αν έχεις, κάποια ευρώ παραπάνω μήπως και αύριο σου λείψουν. Φοβάσαι να κάνεις σχέδια αφού τίποτα δεν είναι πλέον δεδομένο. Φοβάσαι για το πού θα βρίσκεται η χώρα σε έναν χρόνο. Φοβάσαι να κοιτάξεις τον πενιχρό τραπεζικό λογαριασμό σου μήπως και έχει κάνει αφαίμαξη η Εφορία. Φοβάσαι κάθε φορά που ακούς «ΕΝΦΙΑ» ή «ΕΦΚΑ». Νέου τύπου φόβοι που επωάζονται μέσα στον αστικό ιστό και δεν έχουν σχέση μόνο με την εγκληματικότητα. Με ρίζες στην πρώτη εποχή των Μνημονίων, φούντωσαν επί ΣΥΡΙΖΑ. Και πιστεύω ότι κάνουν αρκετά μέλη της κυβέρνησης να χαίρονται. Ας μην τους κάνουμε λοιπόν το χατίρι.