Η εξέλιξη της διαπραγμάτευσης ενόψει του Eurogroup της 15ης Ιουνίου θα μπορούσε να περιγραφεί ως εξής:
– Η Ελλάδα ύστερα από εφτά χρόνια βαθιάς κρίσης έχει συσσωρεύσει τις προϋποθέσεις να μπει σε τροχιά ανάπτυξης, να διεκδικήσει εκ νέου την εμπιστοσύνη των αγορών και να σταθεί και πάλι στα πόδια της εκκινώντας από μια αφετηρία που επιτρέπει αισιόδοξες προβλέψεις για το μέλλον.
– Η κυβέρνηση έχει θέσει ψηλά τον πήχη διεκδικώντας μια συνολική συμφωνία που θα στείλει στις αγορές και στη διεθνή επενδυτική κοινότητα ένα πολύ ισχυρό θετικό μήνυμα για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.
– Μερίδα των δανειστών μας αρνείται να συναινέσει σε μια τέτοια συμφωνία και στην εκπομπή ενός τέτοιου μηνύματος μη έχοντας ουσιαστικά εμπιστοσύνη στο ελληνικό πολιτικό σύστημα ότι μπορεί να διαχειριστεί από μόνο του την πορεία εξόδου της χώρας από την κρίση και επιδιώκει την παράταση της επιτήρησης και της κηδεμονίας.
Εάν προσπαθήσουμε να αναλύσουμε ψύχραιμα τη στάση αυτής της μερίδας των εταίρων – δανειστών μας, θα καταλάβουμε και την τεράστια σημασία αυτής της διαπραγμάτευσης αλλά και το μεγάλο πρόβλημα στο οποίο οφείλουμε ως χώρα να απαντήσουμε αποφασιστικά μέσα στα επόμενα δύο χρόνια.
Εάν η κυβέρνηση πετύχει –σε σημαντικό έστω βαθμό –τους στόχους που έχει θέσει σε αυτήν τη διαπραγμάτευση, τότε η Ελλάδα χωρίς πια καμία αμφιβολία οριστικοποιεί τη θέση της στον σκληρό πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ενωσης ανεξάρτητα από τη μεταβατικότητα στην οποία βρίσκεται η ΕΕ και τα διάφορα σενάρια που διατυπώνονται. Και όχι μόνον αυτό, αλλά θέτει και τις βάσεις πολύ σύντομα να ανακτήσει πλήρως την αυτονομία της ως προς τη λήψη αποφάσεων και την απελευθέρωσή της από το σημερινό καθεστώς επιτήρησης.
Αυτή την εξέλιξη προφανώς δεν την επιθυμούν σήμερα ισχυροί κύκλοι της ΕΕ διότι φοβούνται ότι η Ελλάδα ανακτώντας την αυτονομία αποφάσεων θα μπορούσε να αποτελέσει έναν νέο παράγοντα αστάθειας της ευρωζώνης. Και αυτή η επιφύλαξη αφορά την Ελλάδα ως σύνολο και όχι τη σημερινή ελληνική κυβέρνηση.
Μια τέτοια προσέγγιση μάς υποχρεώνει να αντιληφθούμε ότι ξεκινώντας από την εν εξελίξει διαπραγμάτευση και προχωρώντας τα επόμενα δύο χρόνια μέχρι το τέλος του προγράμματος και τη σταθερή έξοδό μας στις αγορές, θα πρέπει ως χώρα να θέσουμε ως κεντρικό εθνικό στόχο την παρουσίαση και έναρξη υλοποίησης μιας αναπτυξιακής στρατηγικής. Μιας στρατηγικής που στο εσωτερικό θα κινητοποιεί όλες τις δυνάμεις και στο εξωτερικό θα πείθει τους πάντες ότι η ελληνική οικονομία επανεκκινεί αλλάζοντας τις δομές της και στρεφόμενη σε ένα εξωστρεφές παραγωγικό μοντέλο που αξιοποιεί όλα τα πλεονεκτήματα της χώρας και θεραπεύει όλες τις παθογένειες του παρελθόντος.
Ολο αυτό αφορά το σύνολο του πολιτικού συστήματος. Πρωτίστως όμως είναι ευθύνη της κυβέρνησης, η οποία πρέπει να αποδείξει ότι μπορεί να αρθεί στο ύψος μιας εθνικής ηγεσίας που μπορεί να προτείνει σχέδιο και να κινητοποιήσει δυνάμεις. Στην προοπτική ενός τέτοιου σχεδίου δικαιώνονται οι θυσίες του ελληνικού λαού, δικαιώνεται και η διαπραγματευτική της στρατηγική ενόψει της κρίσιμης 15ης Ιουνίου.
Ο Στέργιος Πιτσιόρλας είναι υφυπουργός Οικονομίας και Ανάπτυξης