Ενας βουλευτής της συμπολίτευσης διακόπτει βίαια έναν καλεσμένο της Βουλής, εκπρόσωπο μεταναστών, για να εκφωνήσει ρατσιστικές κοινοτοπίες. Εμφανίζεται την επομένη σε τηλεοπτική εκπομπή και επιμένει στο δίκαιο των απόψεών του. Από την κοινοβουλευτική και κομματική ηγεσία της συμπολίτευσης, αιδήμων σιωπή. Αμηχανία. Ανθρωποι που έχουν μαχητικά και με συνέπεια αντιπαρατεθεί στον ρατσιστικό, ξενοφοβικό λόγο, άνθρωποι που έχουν έμπρακτα υπερασπιστεί το δίκαιο του ξένου, εμφανίζουν αίφνης σύνδρομο κώφωσης. Ή αφωνίας.

Είναι ο γνώριμος κυνισμός της πολιτικής όταν διαχειρίζεται εξουσία, θα πει κανείς. Οπως σιωπάς όταν, μέσα σε λίγους μήνες, πρέπει να ψηφίσεις την παράταση του «πάγου» στις συντάξεις από το κατρουγκάλειο 2018 στο αχτσιόγλειο 2021, για να ξαναψηφίσεις την παράτασή του ώς το 2022. Οπως κάνεις πως δεν ακούς τις καταγγελίες ότι στα σύνορα επιστρέφονται πακέτο, αδιάβαστοι και άκλαυτοι, στα χέρια των διωκτών τους άνθρωποι που έρχονται από την Τουρκία για να ζητήσουν άσυλο. Ετσι κάνεις πως δεν βλέπεις και τον λεκέ που αφήνει στην καλή σου πολιτική στολή η κατσίκεια ρητορική για τους «αλλοδαπούς που σκοτώνουν Ελληνες». Κι όλα αυτά για να μην «τους κάνεις το χατίρι». Για να μη γίνει η κυβέρνηση, η δική σου κυβέρνηση, «αριστερή παρένθεση».

Κυνισμός της κοινοβουλευτικής αριθμητικής; Προφανώς. Αλλά ίσως και κάτι περισσότερο. Ισως κάτι σαν προπατορικό αμάρτημα, που ο κυβερνών ΣΥΡΙΖΑ πληρώνει με την ντροπή της ευτυχούς συμβίωσης με τους ΑΝΕΛ.

Οχι πως η ώσμωση των δύο κυβερνητικών εταίρων έχει φτάσει μέχρι του σημείου τα ανελικά αντισώματα, τουλάχιστον τα πιο ακραία, τα πιο ξενοφοβικά, να μεταδίδονται και στο σώμα του μεγάλου εταίρου της κυβερνητικής συμμαχίας. Οχι πως ο λόγος Κατσίκη δεν εξεγείρει –αφανώς, εσωστρεφώς και εντελώς αθόρυβα –τους σιωπηλούς συνεταίρους του ή, έστω, πολλούς από αυτούς. Αλλά παραμένει στα μάτια τους μια ήσσονος σημασίας ενόχληση, μια μικρή παρεκτροπή σε μια αναγκαία συμμαχία. Μόνο που τη συμμαχία αυτή δεν την υπαγορεύουν απλώς η τακτική σκοπιμότητα, η ανάγκη της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, τα καταραμμένα κουκιά. Την αρδεύει μια βαθύτερη, αφετηριακή και μοιραία σύμπτωση.

Φλασμπάκ, Μάρτιος 2010. Ο Αλέξης Τσίπρας δίνει μια μνημειώδη συνέντευξη στην «Ελευθεροτυπία». Τίτλος: «Παραμύθι με δράκους ο κίνδυνος χρεοκοπίας».

Προσοχή: Είναι Μάρτιος του 2010. Οι αγορές έχουν ήδη κλείσει. Το καπέλο της χρεοκοπίας έχει βυθιστεί ώς τα αφτιά. Και ο εκπρόσωπος μιας Αριστεράς που ετοιμάζεται να ηγεμονεύσει πολιτικά και να κυβερνήσει λέει πως η χρεοκοπία είναι ένα παραμύθι με δράκο, μια προπαγανδιστική απάτη, μια δικαιολογία ή μια συνωμοσία για να περικοπούν κοινωνικά δικαιώματα.

Ηταν, νομίζω, ένα σημείο καμπής. Το πρώτο βήμα σ’ έναν δρόμο που θα οδηγούσε αυτήν την Αριστερά να υιοθετήσει το βασικό κουσούρι των αντιπάλων της, τη διπλή γλώσσα: μια προς τα μέσα, που αναλύει πώς η κρίση του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος και η συνακόλουθη κρίση του ευρώ πυροδότησαν μια κρίση ενός ιθαγενούς παρασιτικού, μη παραγωγικού, μη ανταγωνιστικού, κρατικοδίατου και πελατειακού συστήματος, το οποίο πρέπει να αλλάξει με κάθε κόστος. Και μια άλλη γλώσσα προς τα έξω, προς την παλιά εκλογική πελατεία των κομμάτων εξουσίας, που τους παρηγορεί πως η κρίση είναι ένα ψέμα, ένα παραμύθι με δράκο, πως ο παλιός κόσμος με τα «κοινωνικά δικαιώματά» του δεν χρεοκόπησε και πως αρκεί κάποιος γενναίος να διαπραγματευτεί σκληρά, να αντισταθεί στην ξένη κατοχή, να σκίσει το Μνημόνιο, για να γίνουν όλα πάλι όπως πριν. Ως εάν η Αριστερά δεν ήταν μια δύναμη κριτικής και ανατροπής του παλαιού, αλλά δύναμη υπεράσπισης και απολογίας του. Ή ως εάν ανεπαισθήτως η Αριστερά γλιστρούσε από τον έναν ρόλο στον άλλο.

Μιλώντας αυτή τη δεύτερη γλώσσα συναντήθηκε η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ με τα βασικά ένστικτα και τη συνωμοσιολογική ανάγνωση της κρίσης από τους ΑΝΕΛ, που ήρθαν στο προσκήνιο λίγο αργότερα. Πολύ πριν οι εκλογικοί συσχετισμοί τούς οδηγήσουν σε γάμο, το ειδύλλιο είχε συντελεστεί. Και κάπως έτσι –όπως έχει πει ένας βετεράνος της Αριστεράς –«μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να κέρδισε τη σχετική πλειοψηφία των ψηφοφόρων, αλλά οι ΑΝΕΛ κέρδισαν την ιδεολογική ηγεμονία, τον κοινό νου του νέου κυβερνητικού μπλοκ». Μοιραία ανατροπή.

Θα χρειαζόταν, λοιπόν, μια γενναία επιστροφή στην αφετηρία, μια αναθεώρηση του βασικού πολιτικού μηνύματος, γύρω από το οποίο οικοδομήθηκε η κοινωνική συμμαχία του κυβερνητικού μπλοκ, για να απαλλαγεί ο ΣΥΡΙΖΑ από τις συνέπειές της υιοθέτησής του. Για να κάνει τους συμβιβασμούς του με τους δανειστές να μοιάζουν λιγότερο ατιμωτικές «κωλοτούμπες», να μην εμφανίζονται ως απλές (κατά Σκουρλέτη) «πολιτικές ήττες». Και για να έχουν κάποιο νόημα και οι εκκλήσεις εκείνων που προσεύχονται, πέραν των αναπόφευκτων συμβιβασμών με τους δανειστές, «να κυβερνήσουμε αριστερά».

Οσο αυτή η κίνηση απελευθέρωσης καθυστερεί, αναβάλλεται ή απλώς κινείται στον χώρο του αδιανόητου, το αδιέξοδο θα γίνεται όλο και πιο αποπνικτικό. Και, στο μεταξύ, η ντροπαλή σιωπή απέναντι σ’ έναν λόγο τύπου Κατσίκη, η βάσκανος μοίρα του πειθαρχημένου κυβερνητικού βουλευτή.