Ο Αλέξης Τσίπρας είχε σταθεί στο πορτρέτο του Αϊνστάιν και είχε αναζητήσει κοινά σημεία με τη φυσιογνωμία του υπουργού του. Δεν είναι ο μόνος που βρίσκει ομοιότητα –σε αυτήν έχει επενδύσει, άλλωστε, ο Κώστας Γαβρόγλου, όχι μόνο ως θεωρητικός της Φυσικής. Το αντιλαμβάνεται κανείς και από μια διαγώνια ματιά στην προσωπική ιστοσελίδα του, όπου κυριαρχεί ο πατέρας της θεωρίας της Σχετικότητας. Το ζητούμενο για τον Τσίπρα, ωστόσο, σε εκείνη την επίσκεψη στο υπουργείο Παιδείας δεν ήταν ο δρόμος που άνοιξε ο Αϊνστάιν, αλλά η Παιδεία ως όχημα για μια κυβερνητική επανεκκίνηση. Με τον Γαβρόγλου παραπλεύρως, ο Πρωθυπουργός εξήγγειλε κατάργηση των Πανελλαδικών και προσλήψεις δασκάλων και καθηγητών. Ο υπουργός έτρεχε την επομένη να στρογγυλέψει τις εξαγγελίες και τους αριθμούς.

Από μια αριστερή κυβέρνηση με πληθώρα στελεχών από το εκπαιδευτικό στερέωμα και με ισχυρή παρουσία στον χώρο των πανεπιστημίων, θα ανέμενε κανείς να υπάρχει συγκροτημένο σχέδιο για άμεσες μεταρρυθμίσεις και μια νέα κατεύθυνση. Δύο χρόνια μετά, ωστόσο, οι πειραματισμοί συνεχίζονται και τα νομοθετήματα συσσωρεύουν προβλήματα, αντί να προσφέρουν λύσεις και να βελτιώνουν καταστάσεις. Το νομοσχέδιο για τα ΑΕΙ που η κυβέρνηση επαίρεται ότι κατεδαφίζει τον νόμο Διαμαντοπούλου, προκάλεσε την αντίδραση ακόμη και της Ακαδημίας Αθηνών. Υπό μια έννοια, είναι και αυτό μια επιτυχία –που ο καθηγητής Γαβρόγλου καλείται να διαχειριστεί πολιτικά.

Για τη συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ η Παιδεία εξελίσσεται σε πεδίο πειραματισμών από τον μεγαλύτερο εταίρο, ενώ η έλλειψη σχεδίου διαφαίνεται και από τις διαδοχικές αλλαγές υπουργών. Ο Αριστείδης Μπαλτάς χάθηκε στο κυνηγητό της αριστείας, ο Νίκος Φίλης στη σύγκρουση με την Αρχιεπισκοπή και ο Κώστας Γαβρόγλου διαμορφώνει απέναντί του ένα ευρύ μέτωπο για το ξήλωμα του νόμου που ψηφίστηκε με τη μεγαλύτερη κοινοβουλευτική πλειοψηφία στα μεταπολιτευτικά χρονικά. Δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι σε αυτό είχε επενδύσει με την ανάμειξή του στην ενεργό πολιτική ένας πανεπιστημιακός με μετριοπαθές στίγμα και βαθιές ρίζες στην Πόλη. Πρόκειται μάλλον για έναν συμβιβασμό που εξυπηρετεί τη συγκυρία και τις κομματικές ανάγκες –πιθανότατα αυτό υπονοούν και τα κυβερνητικά στελέχη, που παρατηρούν ότι το επίμαχο νομοσχέδιο έχει τη σφραγίδα ΣΥΡΙΖΑ και διεκπεραιώνεται από τον υπουργό.

Είναι σαφές ότι ο Γαβρόγλου βρέθηκε στο υπουργείο Παιδείας σε μια κίνηση κατευνασμού της Ιεραρχίας και όχι επειδή είχε θέση σε έναν στενό πρωθυπουργικό πυρήνα. Το «βαθύ κράτος» του ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσε να το υπηρετήσει καλύτερα ο καθηγητής Μπαλτάς, ως πρωθυπουργικός μέντορας και συνδιαμορφωτής εσωκομματικών εξελίξεων μαζί με τον Αλέκο Φλαμπουράρη. Ή ακόμη και ο Φίλης ώστε να περιοριστεί μια εστία αντάρτικου στην εποχή της μνημονιακής μετάλλαξης –σε αντίθεση με τον Μπαλτά που παραμένει σιωπηλός, έστω κι αν δεν έχει αντιληφθεί για ποιο λόγο βρέθηκε εκτός κυβέρνησης. Ο κοσμοπολίτης Γαβρόγλου, με τη μακρά διαδρομή στην εκσυγχρονιστική και ανανεωτική Αριστερά, ήρθε περισσότερο να διατηρήσει ισορροπίες. Συμβαίνει άλλωστε με τους περισσότερους βουλευτές Επικρατείας, που χρησιμοποιούνται όταν προκύπτουν ανάγκες. Και είναι οι σημερινές ανάγκες που επιβάλλουν την προσαρμοστικότητα του Γαβρόγλου. Κάπως έτσι, η παραποίηση των κειμένων του Θεοτοκά αποτελεί «συνηθισμένη πρακτική» στις Πανελλαδικές. Κι ακόμη περισσότερο, «επανέρχεται η δημοκρατία στα πανεπιστήμια που ο νόμος Διαμαντοπούλου τσαλάκωσε» και «διαμορφώνονται δημοκρατικά οι εκπαιδευτικοί θεσμοί, ο ρόλος των οποίων είναι, σε τελική ανάλυση, να παρέχουν μια ποιοτική εκπαίδευση, χωρίς ταξικές αποκλίσεις…».