Η είδηση μικρή, επουσιώδης, παρακατιανή θα έλεγα, ανάμεσα στη, λιγότερο ή περισσότερο, σημαντική αλλά ωστόσο πομπώδη ειδησεογραφία. Είδηση που δεν ευτύχησε καν να γίνει viral στα σόσιαλ μίντια. Παρότι είναι άμεσα εμπλεκόμενη με την καθημερινότητά μας. Μαθαίνω λοιπόν ότι τέσσερις μεγάλες αλυσίδες σουπερμάρκετ, υπακούοντας στην αντίστοιχη κοινοτική οδηγία, θα χρεώνουν τις πλαστικές σακούλες. Με τέσσερα σεντ την καθεμία από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 1η Ιουλίου 2018 και με οκτώ σεντ από τότε και μετά. Στην ουσία, δηλαδή, τις καταργούν. Και συγχρόνως αλλάζουν κεφάλαιο στην ιστορία του καταναλωτικού πολιτισμού μας.

Ηταν στα τέλη της δεκαετίας του 1960 τότε που άνοιξαν στην Αθήνα τα πρώτα σουπερμάρκετ. Αυτά που έκαναν το καθημερινό πηγαινέλα της νοικοκυράς στον μπακάλη εβδομαδιαία οικογενειακή διασκέδαση. Και έβαλαν στη ζωή μας τις πλαστικές σακούλες. Πώς να χωρέσουν άλλωστε τα ψώνια ολόκληρης της εβδομάδας στο περίφημο δίχτυ μέσα στο οποίο οι μανάδες μας παράχωναν ίσα ίσα τα υλικά για το φαγητό της ημέρας, άντε και τα φρούτα της επομένης (Σε ποια ασπρόμαυρη ελληνική ταινία μια γάτα τρώει καθ’ οδόν σιγά σιγά το ψάρι που προεξέχει από το δίχτυ του προπορευόμενου αγοραστή;). Εκτοτε, δεν έχει παράπονο η πλαστική σακούλα, την τιμήσαμε δεόντως.

Είναι πολλοί αυτοί που, αν τα ψώνια τους χωράνε (ανάρια ανάρια) σε δέκα σακούλες, παίρνουν και μια ενδέκατη γεμάτη με… σακούλες. Για τα σκουπίδια, το καλαθάκι του μπάνιου, τη μεταφορά του κολατσιού, τα παπούτσια και τα εσώρουχα στη βαλίτσα, τα «ρούχα που δεν έμαθα να πλένω τα βάζω στη σακούλα και σ’ τα φέρνω», τα σιδερωμένα που παίρναμε πίσω, τα βρεγμένα της παραλίας. Και όταν γκατζετοποιηθήκαμε, πήραμε και εκείνη τη θήκη που εφαρμόζεται στο εσωτερικό της πόρτας του ντουλαπιού για να τις αποθηκεύουμε τυλιγμένες «τυροπιτάκι» ώστε να ελαχιστοποιείται ο όγκος τους. Η αθάνατη ελληνική οικιακή οικονομία, που δεν αφήνει τίποτα να πάει χαμένο, και οι καραμπινάτες χρυσοχέρες νοικοκυρές της την έκαναν μέχρι και υλικό πλεξίματος. Και σκάρωναν με το βελονάκι κάτι χαλάκια μπάνιου από σακούλες, κάτι σαν post modern κουρελού, που πολύ θα τα ζήλευε ο Τζεφ Κουνς. Μόνο όταν χόρτασε το μάτι μας αμερικανικό σινεμά και γνωρίσαμε την νεοϋρκέζικη big brown bag, φαντασιωνόμασταν πως αν μεταφέραμε τα ψώνια μας σε αυτές τις χάρτινες καφετί σακούλες (με μια μπαγκέτα να εξέχει), θα σκιζόταν η σακούλα, θα έπεφταν τα πορτοκάλια μας στο χιονισμένο πεζοδρόμιο, θα μας βοηθούσε ένας Ρίτσαρντ Γκιρ να τα μαζέψουμε και έτσι θα γνωρίζαμε τον έρωτα της ζωής μας. Γρήγορα καταλάβαμε ότι δεν ήταν η σακούλα το πρόβλημα και ξαναζαλωθήκαμε, με ήσυχη τη συνείδηση, τις πλαστικές.

Και τώρα; Τι θα κάνουμε χωρίς σακούλες; Αυτό που κάνουμε πάντα. Θα βρεθεί μια νέα ετικέτα για την Ελλάδα του μέλλοντός μας. Ετσι όπως από την «Ελλάδα χύμα» στη δεκαετία του 1940 περάσαμε στη «συσκευασμένη Ελλάδα» των κατοπινών χρόνων. Και από αυτήν, στην «Ελλαδέξ» του ξενόγλωσσου μιμητισμού και μετά στην Ελλάδα που μας έκλεινε το μάτι από τα ράφια και τις σακούλες του σουπερμάρκετ. Εκτός και αν ξαναγυρίζουμε στο χύμα. Που, υπό τις παρούσες συνθήκες, μοιάζει πολύ πιθανόν.