Εως και τις αρχές της δεκαετίας του 1980, ο τύπος του κοσμοπολίτη, τζετ σέτερ παρέπεμπε, σύμφωνα με τα πρότυπα και τα απωθημένα του ελληνικού λάιφσταϊλ (που τότε ακόμη δεν λεγόταν λάιφσταϊλ), σε μια ψηλόλιγνη, ξανθωπή φιγούρα, αποστασιοποιημένη από τα τρέχοντα και, κυρίως, με μίνιμαλ και διακριτική αισθητική. Διασώζαμε ακόμη τη στυλιστική πολυτέλεια να θεωρούμε το γούστο τύπου «φόρεσε την Αρτα και τα Γιάννενα» ένδειξη νεοπλουτισμού και αρχοντοχωριατιάς. Τότε όμως τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν. Το πρότυπο άρχισε να κονταίνει, να χοντραίνει, να σκουραίνει, να μοιάζει όλο και πιο πολύ στον μέσο έλληνα θυρωρό. Ή περιπτερά. Και τότε μπήκε στη ζωή μας ο Αντνάν Κασόγκι. Που αν δεν υπήρχε, ίσως θα τον είχαμε εφεύρει. Ετσι, ο θάνατός του την περασμένη Τρίτη ανέσυρε αναμνήσεις από την εποχή που ο «σαουδάραβας φίλος» ήταν τακτικότατος επισκέπτης της χώρας μας.

Βέβαια η ιστορία του αρχίζει πολύ πριν από το ελληνικό εφέ του μεγιστάνα που κάποτε λέγεται ότι ξόδευε 250.000 δολάρια την ημέρα, ενώ στις αρχές της δεκαετίας του 1980 η καθαρή αξία της περιουσίας του ξεπερνούσε τα τέσσερα δισεκατομμύρια δολάρια. Τουρκικής καταγωγής, γεννήθηκε στη Μέκκα το 1935. Ο πατέρας του ήταν προσωπικός γιατρός του τότε σαουδάραβα βασιλιά και οι δύο του αδελφές, συγγραφείς. Η μεγαλύτερη μάλιστα, η Σαμίρα, παντρεύτηκε τον μεγαλοεπιχειρηματία Μοχάμεντ αλ Φαγέντ και ήταν μητέρα του Ντόντι αλ Φαγέντ. Αρχικά φοίτησε σε επιφανές κολέγιο στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου και αργότερα σε πανεπιστήμια των ΗΠΑ. Είμαστε όμως ήδη στα τέλη της δεκαετίας του 1950, η Σαουδική Αραβία αρχίζει να ενδιαφέρεται για εξοπλιστικά προγράμματα και ο νεαρός Κασόγκι να διαβλέπει τα μεγάλα κέρδη που θα μπορούσε να του αποφέρει η διαμεσολάβηση ανάμεσα στην πάμπλουτη χώρα του και στις πολεμικές βιομηχανίες. Ετσι ξεκινά τη σταδιοδρομία του, αρχικά ως έμπορος όπλων και, στη συνέχεια, ως κάποιος που κινούσε από μυστικά δωμάτια τα νήματα της παγκόσμιας πολιτικής σκηνής για δέκα, τουλάχιστον, χρόνια. Ηδη από τη δεκαετία του 1970 ήταν αυτός που έβαλε νέους όρους στους εξοπλιστικούς συσχετισμούς, ανέπτυξε στενές σχέσεις με τους ισχυρούς αυτού του κόσμου και κέρδισε την εμπιστοσύνη τους ώστε να του αναθέτουν τη λεγόμενη «βρώμικη» –και εξαιρετικά κερδοφόρα –δουλειά. Και έβγαλε από το ημίφως τον έμπορο όπλων φορώντας του το «κοστούμι» του εξωστρεφούς επιχειρηματία με τη χλιδάτη ζωή.

Το όνομά του πρωταγωνίστησε σε δύο από τα μεγαλύτερα πολιτικοοικονομικά σκάνδαλα της δεκαετίας του 1980. Το ένα έμεινε στην ιστορία ως σκάνδαλο «Ιράν – Κόντρας» και συντάραξε τις ΗΠΑ επί προεδρίας Ρέιγκαν, καθώς αποκαλύφθηκε ότι μέλη της κυβέρνησης παραβίαζαν, πουλώντας όπλα, το εμπάργκο που είχε επιβληθεί στο Ιράν και με τα κέρδη χρηματοδοτούσαν τους δεξιούς αντάρτες της Νικαράγουας. Ο Κασόγκι θεωρήθηκε ύποπτος για τις σχετικές διαμεσολαβήσεις, συνελήφθη και κρατήθηκε, απελευθερώθηκε όμως λίγο καιρό αργότερα. Επίσης, κατηγορήθηκε για συνέργεια στη λεηλασία του εθνικού πλούτου των Φιλιππίνων από τον Φερντινάντο και την Ιμέλντα Μάρκος, αλλά γι’ αυτή την υπόθεση αθωώθηκε.

Στην ελληνική επικαιρότητα το όνομά του ανέτειλε το 1984 με αφορμή την αγορά των σαράντα Mirage 2000, αυτή που χαρακτηρίστηκε «αγορά του αιώνα». Και εδραιώθηκε λόγω της φιλίας του με τον Ανδρέα Παπανδρέου, ιδιαίτερα μετά τη σχέση του με τη Δήμητρα Λιάνη. Λένε ότι ήταν αυτός που έμαθε στους έλληνες ισχυρούς το know how των μιζών και των οφσόρ εταιρειών. Λένε… Πάντως, εκείνα τα χρόνια είχε αναγορευθεί σε κήνσορα της νέας κοσμικής νομενκλατούρας και πολλοί ήταν αυτοί που κόπτονταν έστω για μια φωτογραφία μαζί του, ιδιαίτερα στο Kona Kai του Ledra Marriott που ήταν το άτυπο επιχειρησιακό κέντρο του όσον καιρό βρισκόταν στην Ελλάδα. Αν έγιναν όμως χοντρά deals, θα έγιναν στο σκάφος του, το περίφημο «Nabila», το οποίο μάλιστα είχε «παίξει» και σε ταινία του Τζέιμς Μποντ. Πολλοί λέγεται ότι μπαινοβγήκαν στο «Nabila». Ακόμη πιο πολλοί όμως ήταν αυτοί που διέδιδαν ότι μπαινόβγαιναν στο σκάφος (το μεγαλύτερο στον κόσμο κάποια εποχή) για να κερδίσουν αίγλη και να ξεβάψει πάνω τους λίγο από τη σαουδαραβική χλιδή που εξέπεμπε η «ζωή α λα Κασόγκι».

Και τι ζωή! Παντρεύτηκε πρώτη φορά τη δεκαετία του 1960 μια εικοσάχρονη Αγγλίδα, που ασπάστηκε τον μωαμεθανισμό και βαπτίστηκε Σοράγια. Η δεύτερη γυναίκα του ήταν η Ιταλίδα Λάουρα Μπιανκολίνι που, ως μωαμεθανή, βαπτίστηκε Λάμια. Με την πρώτη απέκτησε μία κόρη, τη Ναμπίλα (εξού και το όνομα του σκάφους) και τέσσερις γιους, ενώ έναν ακόμη γιο τού χάρισε η Λάμια. Τα χρόνια της ακμής του το λάιφσταϊλ του είχε τη σαουδαραβική ούγια της απόλυτης υπερβολής. Ιδιωτικό αεροπλάνο DC 8, πάρτι εκατοντάδων χιλιάδων δολαρίων, η περίφημη βίλα Baraka στην Μαρμπέγια της Ισπανίας με καλεσμένους του διεθνούς τζετ σετ. Η ζωή του έγινε ταινία, υλικό για βιβλία αλλά και τραγούδι, το «Khashoggi’s Ship», από τους Queen. Ολα όμως κάνουν τον κύκλο τους. Το παγκόσμιο σκηνικό άλλαξε, οι ισχυροί φίλοι του Κασόγκι αποσύρθηκαν ή απεβίωσαν, ο ίδιος προσαρμόστηκε σε μια πολυτέλεια στο ρελαντί. Ταξίδευε πλέον με αεροπλάνο της γραμμής και το «Nabila» (το αγόρασε ο Ντόναλντ Τραμπ) αντικαταστάθηκε από μικρότερο σκάφος. Εως την περασμένη Τρίτη που πέθανε από τη νόσο Πάρκινσον «εν ειρήνη, ανάμεσα στους δικούς του ανθρώπους» όπως ανακοίνωσε η οικογένειά του. Ο ίδιος άλλωστε έλεγε: «Δεν μετανιώνω για πράγματα που μου συμβαίνουν, καλά ή κακά. Τα αποδέχομαι σαν το πεπρωμένο μου».