Δύο βασικές παράμετροι στις αναλύσεις βιωσιμότητας του χρέους είναι οι προβλεπόμενοι ρυθμοί ανάπτυξης και τα πρωτογενή πλεονάσματα σε βάθος χρόνου. Στην προκειμένη περίπτωση, έως το 2060.
Το Eurogroup έχει εξασφαλίσει τη δέσμευση της ελληνικής κυβέρνησης για πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% έως το 2022 και για τη συνέχεια υπάρχει παζάρι για έναν στόχο πάνω από 2%. Αν ο στόχος ήταν πάνω από 2,6% ακόμα και με ρυθμό ανάπτυξης λίγο πάνω από το 1% που προβλέπει το ΔΝΤ, το χρέος θα έβγαινε από μόνο του βιώσιμο. Δεν θα χρειαζόταν καμία ουσιαστική ελάφρυνση. Το πρόβλημα –ας πούμε ότι –ξεκίνησε από τις διαφωνίες ΔΝΤ και ευρωπαϊκών θεσμών για το πόσο μπορεί να αναπτυχθεί η ελληνική οικονομία τα επόμενα χρόνια. Το Ταμείο ήταν στην πλευρά των απαισιόδοξων (ζητώντας ουσιαστική ελάφρυνση) και οι Ευρωπαίοι στην πλευρά των αισιόδοξων (προσπαθώντας να αποφύγουν τις εκπτώσεις).
Στην τελευταία συνεδρίαση του Eurogroup πιστοποιήθηκε ότι οι εκτιμήσεις των δύο πλευρών δεν μπορούσαν να συγκεραστούν και έτσι προέκυψε το αδιέξοδο. Τώρα, σε μια προσπάθεια να βρεθεί μια κάποια λύση, οι διεργασίες επικεντρώνονται στην παράμετρο της ανάπτυξης. Πώς θα δώσουν ώθηση ή έστω πώς θα φανεί ότι μπορεί να δοθεί ώθηση για να περιοριστούν οι παρεμβάσεις στο χρέος, στις οποίες ξεκάθαρα ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε δεν πρόκειται να συναινέσει. Τα πλεονάσματα, πλεονάσματα.
Η επίσκεψη του Μπρούνο Λεμέρ, του γάλλου υπουργού Οικονομικών, την ερχόμενη εβδομάδα στην Αθήνα στόχο φαίνεται να έχει ένα αμπαλάζ ανάπτυξης σε ένα σκληρό πακέτο μέτρων και συμβιβασμών από την ελληνική κυβέρνηση, το οποίο δεν περιλαμβάνει δραστικές λύσεις για το χρέος, ούτε καν σε βάθος χρόνου, ούτε καν υπό την προϋπόθεση επιτυχούς ολοκλήρωσης του τρίτου Μνημονίου.
Οι δανειστές, ακόμα και με τις τελευταίες απαιτήσεις τους για φραστικές διορθώσεις επί των διατυπώσεων ψηφισμένων διατάξεων για τις συλλογικές συμβάσεις και το αφορολόγητο, έδειξαν ότι δεν πρόκειται να χαριστούν στο ελάχιστο.
Προκάλεσαν την αντίδραση του Ευκλείδη Τσακαλώτου με την αποστολή επιστολής διαμαρτυρίας για το γεγονός ότι εμπλέκονται, όπως είπε, σε «μικροεπιτήρηση» των ελληνικών θεμάτων ακόμα και σε διατυπώσεις, χωρίς να καταλαβαίνουν απόλυτα την ελληνική νομοθεσία, αλλά πέραν τούτου συνεχίζουν να έχουν τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο επί της οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης.
Η χθεσινή δήλωση του Πιερ Μοσκοβισί σε γερμανικό περιοδικό («WirtschaftsWoche») είναι ενδεικτική της κατάστασης. «Δεν μπορεί να δώσουμε στην Ελλάδα την ίδια ακριβώς πρόταση με την προηγούμενη φορά έπειτα από όλες τις προσπάθειές της, με το μότο“φάε ή πέθανε”. Αυτό δεν μπορεί να γίνει» είπε.
Η απειλή να προταθεί στον Ευκλείδη Τσακαλώτο το ίδιο σενάριο με αυτό που απέρριψε πριν από λίγες εβδομάδες είναι ορατή. Το σενάριο για να μην υπάρξουν αναταραχές στην ευρωζώνη το έχουν έτοιμο, Βερολίνο και ΔΝΤ. Προϋποθέτει ελληνικό συμβιβασμό.
Το Ταμείο δίνει χρόνο στην ευρωζώνη, μπαίνει με το ένα πόδι στο ελληνικό πρόγραμμα και περιμένει μέχρι να (όταν και εάν) λυθεί το θέμα του χρέους προκειμένου να βάλει κεφάλαια.
Η συζήτηση το προηγούμενο διάστημα επικεντρώθηκε στο QE. Βλέποντας μακριά, το διαβατήριο της ΕΚΤ για την έξοδο στις αγορές είναι σημαντικό προκειμένου να υπάρξει ελπίδα μελλοντικής απαγκίστρωσης από τα Μνημόνια. Αν δεν μπορούμε να σταθούμε στα πόδια μας στις αγορές, δεν υπάρχει ελπίδα. Το υπονόησε και ο Τσακαλώτος. Νέο Μνημόνιο δεν μνημόνευσε, αλλά δεν χρειάζεται πολλή φαντασία.
Σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα υπάρχουν κι άλλοι κίνδυνοι. Αν η δόση δεν είναι κοντά 10 δισ. ευρώ που οραματίζεται η Κομισιόν, αλλά γύρω στα 8 δισ. ευρώ, όπως είναι ένα εναλλακτικό σενάριο, η Ελλάδα ξεπληρώνει χρέη τον Ιούλιο 7,4 δισ. ευρώ αλλά συνεχίζει να πορεύεται σε περιβάλλον μιζέριας. Περισσεύουν 600 εκατ. ευρώ για την πραγματική οικονομία.
Ακόμα χειρότερα –σε βραχυχρόνιο ορίζοντα –αν το Ταμείο μείνει με το ένα πόδι στο πρόγραμμα, χωρίς μέτρα για το χρέος, ο κίνδυνος στην επόμενη αξιολόγηση τον Σεπτέμβριο να ζητήσει κι άλλα δημοσιονομικά μέτρα για το 2018 είναι ορατός. Μέχρι τώρα δεν έχει αλλάξει τις εκτιμήσεις του για το πρωτογενές πλεόνασμα του 2018. Και δεν το βλέπει καθόλου στην περιοχή του 3,5% που απαιτεί το Μνημόνιο, αλλά κοντά στο 2%. Εκπληξη έναντι ενδεχόμενης απαίτησης πρόσθετων μέτρων Σεπτέμβριο – Οκτώβριο δεν δικαιολογείται. Ούτε αυταπάτες.