Ο ίδιος είχε μιλήσει για αυταπάτες. Αλλες κόστισαν στην ίδια τη χώρα –οικονομικά και πολιτικά –κι άλλες κόστισαν στο δικό του προφίλ ή στην επιρροή της κυβέρνησης στην κοινωνία. Το συμπέρασμα, όμως, παραμένει ίδιο: «Κάτι γίνεται λάθος». Δεν είναι ότι η κυβέρνηση δεν έχει σχέδιο. Αλλά ότι αυτό το σχέδιο διαρκώς ανατρέπεται, οδηγώντας τον Πρωθυπουργό και τους υπουργούς του σε ήττες διαρκείας.

Περιπτώσεις υπήρξαν πολλές. Η πιο χαρακτηριστική ήταν αυτή της «περήφανης διαπραγμάτευσης» του 2015. Με τη φόρα της εκλογικής νίκης του Ιανουαρίου, Αλέξης Τσίπρας και Γιάνης Βαρουφάκης πίστεψαν ότι μπορούσαν να «σκίσουν» τα Μνημόνια και να «τρομάξουν» την Ευρώπη, φέρνοντας τελικώς την ίδια τη χώρα στο χείλος του γκρεμού.

Αποκορύφωμα ήταν το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου, αλλά η στροφή ξεκίνησε από το ίδιο βράδυ και την πορεία προς τη συνομολόγηση του τρίτου Μνημονίου. Η οποία οδήγησε πρακτικά σε έναν φαύλο κύκλο, με νέες δεσμεύσεις και επώδυνα μέτρα και απειλώντας πλέον με ημιμόνιμη –αν όχι μόνιμη –εποπτεία την Ελλάδα.

Αντίστοιχη υπήρξε η υπόθεση των τηλεοπτικών αδειών. Η μείζονος σημασίας παρέμβαση στο ραδιοτηλεοπτικό τοπίο, την οποία διαφήμισε η κυβέρνηση ως «πόλεμο κατά της διαπλοκής» –έχοντας, όμως, στο πίσω μέρος του μυαλού της τον έλεγχο του μιντιακού τοπίου –συνοδεύτηκε μεν από ένα ανέλπιστο οικονομικό αποτέλεσμα με τα 260 εκατ. ευρώ που συγκεντρώθηκαν από τον διαγωνισμό για τις τέσσερις τηλεάδειες. Αλλά η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας για την αντισυνταγματικότητα του νόμου Παππά αποτέλεσε ράπισμα στην αξιοπιστία της κυβέρνησης και χρειάστηκε πρωθυπουργικός ελιγμός στον ανασχηματισμό προκειμένου να διασωθεί ο Νίκος Παππάς από τα νύχια των εσωκομματικών εχθρών που του χρέωσαν ευθέως το φιάσκο.

Ανίσχυρες συμμαχίες με θέα στο… Κούγκι

Η στρατηγική της κυβέρνησης διαψεύστηκε πανηγυρικά και στα ζητήματα των συμμαχιών και των γενικότερων πολιτικών συσχετισμών. Κατ’ αρχάς ο ενθουσιασμός από τις θετικές για τον Μάρτιν Σουλτς δημοσκοπήσεις στο ξεκίνημα της προεκλογικής εκστρατείας στη Γερμανία και τα σενάρια για αμοιβαία προσέγγιση ευρωπαϊκής Σοσιαλδημοκρατίας και ΣΥΡΙΖΑ ουσιαστικά παγίδευσαν την κυβέρνηση για το χρέος. Οι σκέψεις για παιχνίδι καθυστερήσεων έως τις γερμανικές εκλογές, λόγω της προοπτικής αλλαγής συσχετισμών με νίκη Σουλτς, μετατράπηκαν σε εφιάλτη που η Αθήνα βλέπει να ξετυλίγεται μέρα με τη μέρα μπροστά στα μάτια της: τώρα, ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε είναι αυτός που παίζει βασανιστικό παιχνίδι καθυστερήσεων, πιέζοντας την Ελλάδα και τις δημοσκοπήσεις να προεξοφλούν άνετη επικράτηση της Ανγκελα Μέρκελ.
Κάτι ανάλογο συνέβη με τη Γαλλία. Αρχικά, μεμονωμένες φωνές έκαναν λόγο ακόμη και για ωφέλειες από μια επικράτηση της Μαρίν Λεπέν, η οποία, σε συνδυασμό με παράλληλη νίκη του επίσης ακροδεξιού Γκερτ Βίλντερς στην Ολλανδία, θα μπορούσε –κατά τις ίδιες φωνές –να κάνει «Κούγκι» την Ευρώπη και να ευνοήσει την Ελλάδα. Τελικά, μετά και την ήττα του Βίλντερς, ο ΣΥΡΙΖΑ κινήθηκε θεσμικά και υποστήριξε στη Γαλλία τον υποψήφιο της Αριστεράς, Ζαν-Λικ Μελανσόν. Ομως, η επαμφοτερίζουσα στάση του στον β’ γύρο και η δυναμική του Εμανουέλ Μακρόν οδήγησαν σε νέα στροφή. Ο Αλέξης Τσίπρας αναζήτησε με αγωνία το τηλέφωνο του νέου γάλλου προέδρου, προκειμένου να τον προσκαλέσει στην Αθήνα και να του ζητήσει στήριξη στο θέμα του χρέους.

Ο σφιχτός κόμπος της γραβάτας

Το χρέος και οι εξελίξεις γύρω από αυτό αποτελούν μία ακόμη αυταπάτη για τον Πρωθυπουργό και τα στελέχη του. Παραμονές της ψήφισης των μνημονιακών μέτρων τον Μάιο, ο Αλέξης Τσίπρας έλεγε ότι θα φορέσει γραβάτα και πως τα νέα θα είναι τόσο καλά που θα ξεπεράσουν τις αρχικές προσδοκίες. Η Ελλάδα πήγαινε στο Eurogroup του Μαΐου για να τα πάρει όλα, με τη λεγόμενη συνολική συμφωνία, αλλά εν τέλει ο Ευκλείδης Τσακαλώτος γύρισε χωρίς αξιολόγηση, χωρίς δόση και χωρίς χρέος. Με αποτέλεσμα η τακτική της κυβέρνησης να αλλάξει και σταδιακά ο πήχης των προσδοκιών να αγγίξει το έδαφος. Μετά το χρέος, στόχος έγινε η ποσοτική χαλάρωση (QE), ύστερα η έξοδος στις αγορές, αργότερα η ανάπτυξη και τώρα η απλή «λεκτική διατύπωση» που μπορεί να ευνοήσει θεωρητικά και μελλοντικά την Ελλάδα.

Η λίστα με τα παραδείγματα παραμένει δίχως τέλος. Ενα ενδεικτικό: ο ΣΥΡΙΖΑ, όχι μόνο ως αντιπολίτευση, αλλά και ως κυβέρνηση, πολέμησε τις ιδιωτικοποιήσεις. Συνέβη μάλιστα το ιστορικό παράδοξο υπουργοί να… κλαίνε, κατά δήλωσή τους, την ώρα που έβαζαν την υπογραφή τους για την παραχώρηση των περιφερειακών αεροδρομίων. Σήμερα, ωστόσο, προς άγραν επενδύσεων και χάριν της ανάπτυξης, ο ίδιος ο Πρωθυπουργός τάσσεται επικεφαλής των μεγάλων επενδυτικών project. Αντίστοιχα, «φούσκες» αποδείχθηκαν οι υποσχέσεις για κατάργηση του ΕΝΦΙΑ, επαναφορά του κατώτατου μισθού ή το περίφημο σύνθημα «κανένα σπίτι στα χέρια τραπεζίτη» για τους πλειστηριασμούς.

Γκρινιάζουν αλλά ψηφίζουν

Στο κατώφλι ενός ακόμη κρίσιμου Eurogroup την ερχόμενη Πέμπτη, η χθεσινή ψήφιση των τροπολογιών για τα τελευταία προαπαιτούμενα, έστω και με επεισοδιακό τρόπο, λόγω των αντιδράσεων της αντιπολίτευσης και της γκρίνιας των βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ, θεωρητικά κλείνει τον κύκλο της αξιολόγησης και ανοίγει τον δρόμο για την εκταμίευση της δόσης. Εκτός από λόγο ουσίας, δεδομένων των χρηματοδοτικών αναγκών, αποτελεί και λόγο γοήτρου για την κυβέρνηση να μην επιστρέψει η αποστολή με άδεια χέρια από τις Βρυξέλλες. Διότι αφενός οι εξελίξεις για το χρέος δεν δείχνουν ευνοϊκές και αφετέρου η Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ έχει φτάσει σε σημείο βρασμού, με τους βουλευτές να δηλώνουν ότι δεν μπορούν να ψηφίζουν διαρκώς πρόσθετα μέτρα και την κυβέρνηση να υποχωρεί στις πιέσεις των δανειστών.
Παράλληλα, εν μέσω πυρών από τους βουλευτές και για την επικοινωνιακή τακτική που ακολουθήθηκε και τις υψηλές προσδοκίες για τις γραβάτες που έμειναν… λυτές στην γκαρνταρόμπα του Μαξίμου, στην κυβέρνηση κατανοούν έστω και με καθυστέρηση πως η «επιθετική» ρητορική τους και η υπερβολική αισιοδοξία γύρισε μπούμερανγκ. Δεν είναι τυχαίο πως το θέμα του QE έχει χαθεί από το κυβερνητικό λεξιλόγιο το τελευταίο διάστημα, ακριβώς για να μην «καεί» το σενάριο, ενώ τα μηνύματα που έχουν φτάσει στο Μαξίμου από τις Βρυξέλλες ήταν σαφή ως προς την ενόχληση που προκάλεσε στους θεσμούς η υπεραισιοδοξία της Αθήνας.

Ο άνθρωπος από τη Γαλλία

Ετσι, παρά το χαμηλό προφίλ που ακολουθείται, στο παρασκήνιο εξελίσσεται «μαγείρεμα» προκειμένου ο συμβιβασμός με τις απαιτήσεις των δανειστών να μην παρουσιαστεί ως άτακτη υποχώρηση. Και η κυβέρνηση αναζητεί γι’ αυτό σύμμαχο στο Παρίσι. Μεθαύριο αναμένεται να αφιχθεί στην Αθήνα ο γάλλος υπουργός Οικονομικών Μπρινό Λεμέρ, ενώ στο παρασκήνιο συζητείται πρόταση για το χρέος που κομίζει η γαλλική πλευρά, μετά τις επαφές Τσίπρα – Μακρόν.

Η γαλλική πρόταση βάζει τρόπον τινά «ρήτρα ανάπτυξης» στην ελάφρυνση του χρέους και συμβαδίζει με τη νέα ρητορεία του Μαξίμου για «λύση με αναπτυξιακή προοπτική». Προβλέπει συγκεκριμένα πως όσο χαμηλότεροι είναι οι ρυθμοί ανάπτυξης τόσο μεγαλύτερος μπορεί να είναι ο χρόνος αποπληρωμής των δανείων και αντίστροφα, όσο υψηλότεροι είναι οι ρυθμοί ανάπτυξης τόσο μικρότερη έως μηδενική θα είναι η ελάφρυνση του χρέους.

Στο τραπέζι παράλληλα εξακολουθεί να βρίσκεται το λεγόμενο Stand By Agreement (SBA), το οποίο θα σημάνει την παραμονή του ΔΝΤ στο πρόγραμμα, αλλά χωρίς χρηματοδότηση, έως ότου συνταχθούν θετικές μελέτες βιωσιμότητας για το χρέος. Η ελληνική πλευρά, χωρίς να εμφανίζεται αρνητική στην προοπτική του SBA στη λογική του συμβιβασμού, επιμένει ότι σε περίπτωση ρήξης με το Ταμείο και αποχώρησής του από το πρόγραμμα, τότε δεν θα εφαρμόσει τα μέτρα της περιόδου 2019-2020. Σε κάθε περίπτωση, με τον συμβιβασμό ante portas με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο, η προοπτική ένταξης στο QE απομακρύνεται, ανατρέποντας ούτως ή άλλως τους κυβερνητικούς σχεδιασμούς.