Οι πάσχοντες από τύπου 2 διαβήτη οι οποίοι δεν παίρνουν ινσουλίνη, ίσως δεν χρειάζεται να ελέγχουν μόνοι τους τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα τους, υποστηρίζουν επιστήμονες από τις ΗΠΑ.
Σε μελέτη που πραγματοποίησαν με 450 ασθενείς, άλλοι εκ των οποίων έκαναν αυτομέτρηση του σακχάρου και άλλοι όχι, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι μακροπρόθεσμα επιτύγχαναν εφάμιλλη γλυκαιμική ρύθμιση.
«Ο καλύτερος τρόπος για να ρυθμίσει κανείς το σάκχαρό του είναι να παίρνει τα χάπια του όπως έχει συστήσει ο γιατρός και να ακολουθεί τα άλλα μέτρα που πρέπει», δήλωσε η επικεφαλής ερευνήτρια δρ Λώρα Γιανγκ, επίκουρη καθηγήτρια στον Τομέα Ενδοκρινολογίας & Μεταβολισμού του Πανεπιστημίου της Βορείου Καρολίνας, η οποία ειδικεύεται στην αντιμετώπιση του διαβήτη.
«Η αυτομέτρηση του σακχάρου ίσως είναι ωφέλιμη όταν ο ασθενής αρχίζει ένα νέο φάρμακο ή αλλάζει τη δόση που παίρνει, αλλά στη συνέχεια όχι».
Αντιθέτως, όσοι παίρνουν ινσουλίνη «είναι απολύτως απαραίτητο να μετρούν τακτικά το σάκχαρό τους», πρόσθεσε.
Η νέα μελέτη δημοσιεύεται στην επιθεώρηση JAMA Internal Medicine.
Όπως γράφουν η δρ Γιανγκ και οι συνεργάτες της, χώρισαν τυχαία σε ομάδες 450 πάσχοντες από τύπου 2 διαβήτη οι οποίοι δεν έπαιρναν ινσουλίνη, ζητώντας από τη μία να ελέγχει το σάκχαρό της μία φορά την ημέρα με ένα κλασικό μετρητή γλυκόζης (σακχάρου), από την άλλη να το ελέγχει με μία συσκευή που εξέπεμπε ένα σήμα για να τους ενημερώνει για το αποτέλεσμα και από την τρίτη να μην κάνει καμία αυτομέτρηση του σακχάρου.
Οι εθελοντές είχαν μέση ηλικία 61 ετών και έπασχαν από διαβήτη τύπου 2 επί μία οκταετία κατά μέσον όρο. Κατά την έναρξη της μελέτης, περίπου οι τρεις στους τέσσερις δήλωσαν ότι μετρούσαν καθημερινά το σάκχαρό τους.
Έπειτα από έναν χρόνο, οι εξετάσεις τους δεν έδειξαν διαφορές στις τρεις ομάδες όσον αφορά την ρύθμιση του σακχάρου (επιστημονικά λέγεται γλυκαιμικός έλεγχος) που είχε επιτευχθεί.
Επιπλέον, δεν υπήρχαν διαφορές στην ποιότητα της ζωής τους ούτε στις ανεπιθύμητες ενέργειες (π.χ. στον αριθμό των επεισοδίων υπογλυκαιμίας, την ανάγκη πρόσθετης ιατρικής φροντίδας ή την ανάγκη έναρξης ινσουλινοθεραπείας) που είχαν καταγραφεί.
Στο πρώτο τρίμηνο της μελέτης ήταν λίγο καλύτερα τα αποτελέσματα των αιματολογικών εξετάσεων στους εθελοντές που μετρούσαν το σάκχαρό τους, αλλά το όφελος αυτό έπαψε να υφίσταται με το πέρασμα του χρόνου.
«Οι ασθενείς πρέπει να συζητούν με τον γιατρό τους αν χρειάζεται ή όχι να μετρούν το σάκχαρό τους στο σπίτι», κατέληξε η δρ Γιανγκ.
«Τα απρόσμενα αυτά ευρήματα μας κάνουν να αμφισβητούμε την ισχύουσα σύσταση, που φαινομενικά βασίζεται στην κοινή λογική, για αυτοπαρακολούθηση του σακχάρου αίματος», γράφουν σε σχόλιό τους που συνοδεύει τη νέα μελέτη οι καθηγητές Elaine C.Khoong καιJoseph S.Ross, από το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια στο Σαν Φρανσίσκο (UCSF) και το Πανεπιστήμιο Γαίηλ αντιστοίχως.
Και συνεχίζουν πως τα νέα ευρήματα «υποστηρίζουν τη σύσταση της (αμερικανικής) Εταιρείας Γενικής Εσωτερικής Ιατρικής και της (αμερικανικής) Ενδοκρινολογικής Εταιρείας να αποθαρρύνεται η συχνή παρακολούθηση της γλυκόζης (σακχάρου) αίματος στους ασθενείς με τύπου 2 διαβήτη».