Δεν υπάρχει φίλος του φανταστικού σινεμά εκεί έξω που να μη γνωρίζει τους Goblin. Ο λόγος προφανής: δεν υπάρχει προηγούμενο στην κινηματογραφική ιστορία ενός τέτοιου επιτεύγματος. Επιλέγοντας μια ροκ μπάντα αντί συμφωνική ορχήστρα για τη μουσική των ταινιών του, ο Ντάριο Αρτζέντο άλλαξε για πάντα τον τρόπο με τον οποίο βλέπαμε –και ακούγαμε –σινεμά, όπως έχουν παραδεχτεί δεκάδες σπουδαίοι δημιουργοί. Σήμερα, 40 χρόνια μετά το «Σουσπίρια», οι Goblin εμφανίζονται, επιτέλους, στην Ελλάδα, στη σκηνή του Κυττάρου, με τα 4/5 της αυθεντικής τους σύνθεσης. Οι κύριοι Μάσιμο Μοράντε, Φάμπιο Πινατέλι και Αγκοστίνο Μαρανγκόλο μιλούν στα «ΝΕΑ».

Είναι όντως μπουζούκι αυτό που ακούω στο σάουντρακ του «Σουσπίρια»;

Μα φυσικά. Η κεντρική φιγούρα του «Σουσπίρια» ήταν η Ελενα Μάρκου, μια ελληνίδα μάγισσα. Το μπουζούκι χρησιμοποιήθηκε τιμής ένεκεν. Δουλεύαμε όχι μόνο σε μουσικό αλλά και σε ένα διανοητικό επίπεδο. Πρώτα βλέπαμε την ταινία μαζί με τον σκηνοθέτη προσπαθώντας να καταλάβουμε ποιες σκηνές χρειαζόντουσαν τη βοήθειά μας και μετά φτιάχναμε μουσικά θέματα γι’ αυτές. Τότε βέβαια δεν υπήρχε η δυνατότητα του ψηφιακού συγχρονισμού. Μην ξεχνάτε πως δουλεύαμε κυρίως –στην αρχή τουλάχιστον –για τον Ντάριο Αρτζέντο, που πάντα είχε μια ξεκάθαρη ιδέα για το τι απαιτούν οι ταινίες του. Είχαμε όλο το χρόνο και όλη την ελευθερία που θα μπορούσε να έχει ένας καλλιτέχνης.

Σας αρέσουν οι ταινίες τρόμου;

(Γέλια). Η αλήθεια είναι πως απολαμβάνουμε να συνθέτουμε μουσικές γι’ αυτές. Μπορώ να σας πω πως κάποιοι από εμάς τις απολαμβάνουν κιόλας. Οχι όλοι όμως. Ας το αφήσουμε εκεί.

Η Ιταλία έχει μια μακρά παράδοση στο progressive rock, η δισκογραφία εκείνης της περιόδου είναι τεράστια, διαρκώς ανακαλύπτω συγκροτήματα που δεν είχα ακούσει ποτέ μου. Τι συνέβη εκείνα τα χρόνια;

Τι συνέβη; Μα η Ιταλία ήταν –και παραμένει –ένας πολύ δημοφιλής συναυλιακός προορισμός. Ολες οι μεγάλες μπάντες του progressive rock, ειδικά από τη Μεγάλη Βρετανία (King Crimson, Yes, Camel, Van der Graaf Generator, ELP, Pink Floyd) έδωσαν εκείνα τα χρόνια που λέτε πολυάριθμες συναυλίες στη χώρα και γνώρισαν τεράστια επιτυχία. Αυτό βοήθησε στην εκπαίδευση, αν θέλετε, μιας γενιάς ιταλών ροκ μουσικών. Φυσικά έπαιξε ρόλο και η δική μας μουσική παράδοση καθώς και η δημιουργικότητά μας –προσωπικά μιλώντας, μπορώ να σας πω πως είχαμε ανάγκη να εξερευνήσουμε κάτι φρέσκο και ας μη ξεχνάμε πως εκείνα τα χρόνια τουλάχιστον αυτό που σήμερα ονομάζουμε progressive rock αποτελούσε μια τέτοια προσπάθεια. Εχουμε ξεχάσει πως υπήρξε μια εποχή που οι μπάντες μεταλαμπάδευαν γενιές καλλιτεχνών και το έκαναν στον δρόμο. Οχι στο Διαδίκτυο.

Παρ’ όλα αυτά, πειραματιστήκατε και με την ντίσκο στο σάουντρακ του «Tenebrae».

Δεν το είχαμε προσχεδιάσει! Οπως συμβαίνει συχνά στις συνθέσεις μας, είχαμε μια σύγκρουση μουσικών προτιμήσεων. Νομίζω πως οι συνθέσεις μας γι’ αυτό το φιλμ αντιπροσωπεύουν τέλεια τη στάση μας απέναντι στη μουσική. Τη δεκαετία του 1980 που τις γράψαμε ο Κλάουντιο Σιμονέτι άκουγε χορευτική μουσική, ο Μάσιμο ήταν, όπως πάντα, μέσα στο ροκ, και ο Φάμπιο Πινατέλι παρακολουθούσε πιο πειραματικές φόρμες σαφέστατα επηρεασμένος από τον Παστόριους. Οπότε η δημοφιλής μουσική του «Tenebrae» ήταν η πρόσμειξη αυτών των ειδών. Χορευτική μουσική, ναι. Αλλά σε πέντε τέταρτα!

Ερχεστε στην Ελλάδα με τα τέσσερα πέμπτα της αυθεντικής σας σύνθεσης, όπως αναγράφεται στο δελτίο Τύπου. Τα τελευταία είκοσι χρόνια έχουν υπάρξει πολυάριθμες «εκδοχές» των Goblin με διάφορα αυθεντικά και μη μέλη.

Ηταν αναζωογονητικό όταν ύστσερα από πάρα πολλά χρόνια σιωπής επιστρέψαμε στο προσκήνιο, αν θυμάστε με το σάουντρακ τού «Non ho sonno» (σ.σ.: παραγωγής 2001, σε σκηνοθεσία Ντάριο Αρτζένο, με πρωταγωνιστή τον Μαξ φον Σίντοφ). Μας επετράπη, με έναν τρόπο, να συνεχίσουμε τη μακρά μας περιπέτεια με αυτό τον ήχο και ήταν μια μεγάλη στιγμή για μας. Δυστυχώς όμως, όπως συμβαίνει και με τόσες άλλες μπάντες άλλωστε, είμαστε τόσο διαφορετικοί άνθρωποι που μερικές φορές είναι πολύ δύσκολο να τα βρούμε μεταξύ μας.

Εχουν περάσει 40 χρόνια από τότε που ηχογραφήσατε το «Σουσπίρια» και το «Βαθύ κόκκινο». Κανείς σήμερα δεν αναφέρεται σ’ αυτές τις ταινίες δίχως να επισημάνει τον σημαντικό ρόλο της μουσικής τους. Γιατί πιστεύετε πως η κληρονομιά αυτή βαστά τόσο καιρό;

Α, εκείνα ήταν μαγικά χρόνια. Επίτηδες χρησιμοποιώ τη λέξη, ήταν μια στιγμή έμπνευσης που δεν μπορεί να αναπαραχθεί, μιλάμε για τον τέλειο συνδυασμό μουσικής και κινηματογράφου. Υπήρχε μεγαλύτερη ελευθερία τότε, ήμασταν τόσο νέοι και μας δόθηκαν τόσες δυνατότητες. Δεν ξέρω αν μπορώ να το εξηγήσω καλύτερα, αλλά είμαστε περήφανοι που οι δουλειές μας συγκαταλέγονται στα καλύτερα σάουντρακ ταινιών τρόμου που έγιναν ποτέ.