Σε εποχή που δεινοπαθεί ο λόγος ή αλλοιώνεται η σημασία των λέξεων, δεν είναι θαρρώ υπερβολή να ξεκινήσω μια ανάλυση θεατρικής παράστασης όπως και μια προσέγγιση ενός θεατρικού κειμένου με άξονα τη γλώσσα.
Στο Θέατρο Βασιλάκου παίζονταν μέχρι χθες τέσσερα μονόπρακτα του Χάρολντ Πίντερ με τον γενικό τίτλο «Φωνές». Από τα τέσσερα αυτά μονόπρακτα τα δύο έχουν παιχτεί πριν από περίπου τριάντα χρόνια στο Απλό Θέατρο του Αντώνη Αντύπα: «Οι οικογενειακές φωνές» και «Μια κάποια Αλάσκα».
Είχα τη χαρά, όταν ο Πίντερ επισκέφτηκε την Αθήνα καλεσμένος από τον Αντύπα και την Καραΐνδρου, να συζητήσω μαζί του πάνω σε θεμελιώδη προβλήματα της δραματουργίας του. Μπορώ, χωρίς να έχω περιθώριο σφάλματος, να ισχυριστώ πως θα τον ενθουσίαζε η ελληνική γλωσσική προσέγγιση του έργου του με την ετυμολογία της λέξεως «φωνή». Θα είχε ενθουσιαστεί, πιστεύω, αν γνώριζε πως η λέξη «φωνή» ανήκει στην ίδια ετυμολογική ομάδα με τις λέξεις «φαίνομαι» «φάσις» «φως».
Τι, λοιπόν, πιο πιντερικό από τη διαπίστωση πως η «φωνή» είναι ένα φαινόμενο, μια εξωτερίκευση μιας εσωτερικής πνευματικής μετουσίωσης της πραγματικότητας σε εμπειρία. Πίσω από κάθε φωνή, από κάθε φώνημα υπάρχει κάτι ΑΛΛΟ τελείως προσωπικό και μοναδικό που ενδύεται έναν κοινόχρηστο ήχο για να επικοινωνήσει και συνεννοηθεί με την κοινότητα.
Πόσο αυτή η επικοινωνία επιτυγχάνεται; Πόση παρεξήγηση, παρερμηνεία, αλλοίωση, αλλοτρίωση μπορεί να υποστεί η εσωτερική εμπειρία ενός ατόμου περνώντας από τα φίλτρα του κώδικα επικοινωνίας που είναι η γλώσσα είτε ως φώνημα είτε ως γραφή;
Ηδη ο Πλάτων είχε αντιδράσει στην εφεύρεση της γραφής από τον Αιγύπτιο Θωθ, διότι ισχυριζόταν πως το φίλτρο γραφή που παρεμβαίνει στη φωνή είναι άλλη μια από τρίτους μίμησις, δηλαδή απομάκρυνση από την αυθεντική σκέψη. Η δραματουργία του Πίντερ είναι ακριβώς αυτή η συνεχής απώλεια, η φθορά, η απομείωση, η αλλοτρίωση των πραγματικών συναισθημάτων όταν επιχειρούν να κοινοποιηθούν.
Πάντα, βεβαίως, η γλώσσα ως φωνή και γραφή ήταν μια συνεχής στρατηγική αποκρύψεων. Μας είχε ήδη προειδοποιήσει από το 500 π.Χ. ο Ηράκλειτος λέγοντας «Φύσις φιλεί κρύπτεσθαι»: η φύση έχει το χούι να κρύβεται, να στήνει συνεχείς τοίχους, παραπετάσματα όπου σκοντάφτει η αλήθεια. Εξάλλου η ετυμολόγηση της αλήθειας από το στερητικό άλφα και τη λήθη είναι μια τραυματική εμπειρία που μας οδηγεί να φυλαγόμαστε κάθε φορά για την αυθεντικότητα της μνήμης. Αλήθεια, πόση λήθη ελλοχεύει πίσω από κάθε μνήμη;
Η ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΤΗΣ ΣΥΝΕΝΝΟΗΣΗΣ. Ο Πίντερ σαφώς και δεν είναι ούτε γλωσσολόγος ούτε φιλόσοφος της γλώσσας, αλλά έχει συλλάβει όσο λίγοι την τραγωδία της συνεννόησης. Ας ξαναγυρίσω στα ελληνικά που θα ενθουσίαζαν τον Πίντερ, στην τραγωδία της έλλειψης συμφωνίας. Πάλι η φωνή.
Είναι αποκαλυπτικό το γεγονός πως η φωνή είναι παράγωγο του φαίνεσθαι. Το αρχαίο ρήμα φαίνω αναλύεται ως: θέμα φαν – παρεμβολή ενός γιωτ – και η κατάληξη. Αρα βάση το φαν –απ’ όπου φωνή, φάσις, αφανής, φανερός και φως! Το φαινόμενο σήμαινε πάλαι ποτέ και λάμπω. Ασε τώρα που και η φωτιά από την ίδια γλωσσική παρέα προέρχεται.
Ολες αυτές οι απροσδόκητες αναφορές που γεννήθηκαν βλέποντας τα τέσσερα μονόπρακτα του Πίντερ που συνέθεσε και σκηνοθέτησε ο Μάνος Καρατζογιάννης. Πρέπει να είναι κανείς τελείως απροσδιόνυσος αν δεν αντιληφθεί τον υπόγειο μίτο που συνδέει αυτά τα μονόπρακτα. Ο μίτος αυτός είναι μια διελκυστίνδα με τη μία άκρη τη μνήμη και την άλλη τη λήθη, διελκυστίνδα πάνω από το χάος, ενώ στο βάθος του γκρεμού πάλλεται η αλήθεια αγέννητη –ένα κορίτσι που έπεσε σε βαθύ λήθαργο (κρατάτε τη λέξη!) ξυπνάει ύστερα από 29 χρόνια. Δύο σύζυγοι προσπαθούν να ανασυνθέσουν τον πρώτο τους ερωτικό περίπατο πριν από χρόνια. Ενας γιος και μια μάνα με την παρουσία του πεθαμένου πατέρα προσπαθούν να βρουν από μακριά γέφυρες επικοινωνίας. Ενας βασανιστής προσπαθεί επί ματαίω να σπάσει το μπετόν και να εισχωρήσει στον ψυχισμό μιας οικογένειας που κατηγορείται για αντίσταση στο αυταρχικό καθεστώς.
Σε όλα τα μονόπρακτα αυτής της σύνθεσης κυριαρχεί η μνήμη ως προσωπικό βίωμα και όχι ως ανάμνηση.
Το πρόβλημα πάντα με τα έργα του Πίντερ είναι η σκηνική τους μετουσίωση. Η γραφή του, που πρέπει να γίνει δραστικός θεατρικός λόγος, έχει τη μορφή μιας παρτιτούρας. Σιωπές, παύσεις (δεν είναι το ίδιο), ανολοκλήρωτες φράσεις, υπαινιγμοί, τακτικές άμυνας και επιθέσεις, κρυψίνοιες, αλλαγές ελέγχου με την έννοια της κλασικής σοφιστικής συγκροτούν και σ’ αυτές τις σύντομες φόρμες τη μουσική, κυριολεκτικά, του Πίντερ.
Στο μονόπρακτο, συντομότατο, «Νύχτα» έχουμε να κάνουμε με μια μουσική φόρμα που μας οδηγεί σε μια φούγκα.
Οι συγκεχυμένες μνήμες έρχονται και επανέρχονται, οι αντιστίξεις κλιμακώνονται και οι εικόνες συνηχούν χωρίς να ταυτίζονται.
Ο Πίντερ δεν σκηνοθετείται εύκολα. Απαιτεί πρώτα από τον σκηνοθέτη να συλλάβει τις μουσικές εντάσεις, τα κρεσέντα και τα ντιμινουέντι, τις γεμάτες αδημονία σιωπές που προμηνύουν τρικυμία ή γαλήνη απροσδόκητα και από τους ηθοποιούς να λειτουργούν σαν συνεργάτες για χρόνια σε σεξτέτα ή κουαρτέτα ή ντούο.
Η κίνηση στη σκηνή είναι υποτυπώδης. Τα σώματα των ερμηνευτών συμπεριφέρονται σαν έγχορδα και παράγουν μόνο μουσικούς φθόγγους.
Ο Μάνος Καρατζογιάννης έχει συλλάβει τις απαιτήσεις της πιντερικής μουσικής. Γνωρίζει το μυστικό που, ενώ είναι κοινόχρηστο, εύχρηστο για τον καθένα δεν είναι. Ο Πίντερ δεν κάνει συμβολιστικό θέατρο, όπως μας το παρέδωσε η παράδοση π.χ. του γαλλικού θεάτρου ή του γαλλόφωνου π.χ. του Μέτερλινκ. Η επιφάνεια των σκηνών έχει μια καταγωγή ρεαλιστική. Τα πρόσωπα που συνδιαλέγονται ή συγκρούονται είναι οικεία, γνώριμα. Αλλά η συμπεριφορά τους ξαφνιάζει γιατί ο συγγραφέας, αρνούμενος να είναι ο παντογνώστης που γνωρίζει τι σκέφτονται, τι επιθυμούν και τι σχεδιάζουν, τα αφήνει έκθετα έτσι ώστε δεν μπορούμε να εικάσουμε τους σκοπούς τους και τις βλέψεις τους.
Κάθε πρόσωπο κρατά σε ένα απυρόβλητο πεδίο τα αισθήματα και τα σχέδιά του έτσι ώστε μας αφήνουν να μαντέψουμε με τη βεβαιότητα ότι θα διαψευστούμε. Αν δούμε στον δρόμο μια γυναίκα να κλαίει, ξέρουμε το γιατί; Κι αν τη ρωτήσουμε, είμαστε σίγουροι πως θα μας πει την αλήθεια;
Και στα τέσσερα μονόπρακτα στο Θέατρο Βασιλάκου κυριαρχεί μια θεατρική απροσδιοριστία, μια συνάντηση του Πίντερ με τον Χάιζενμπεργκ και τον Ντε Μπρολί. Δαιμονίζομαι κάθε φορά με όσους σταθμεύουν στην πρώτη φράση του Πρωταγόρα «Πάντων χρημάτων άνθρωπος» και παραβλέπουν τη συνέχεια: «Για όσα υπάρχουν και όσα δεν υπάρχουν». Ο άνθρωπος είναι το μόνο κριτήριο για όσα γνωρίζει αλλά και όσα δεν γνωρίζει. Ο Πίντερ πολύ συχνά ανιχνεύει ανθρώπινες αμηχανίες που βολοδέρνουν στην άγνοια. Ακόμη και ο κτηνώδης, είρων, κυνικός, βάναυσος βασανιστής στο μονόπρακτο «Ενα για τον δρόμο» δεν ορίζει και δεν ελέγχει τις πράξεις του και συχνά αιφνιδιάζεται απ’ αυτές.
Ο Καρατζογιάννης, έχοντας στη διάθεσή του μια πιντερική μετάφραση του Κουβίδη, αδρά σκηνικά του Γ. Αρβανίτη και οικεία κοστούμια της Βασιλικής Σύρμα, όλα φωτισμένα υποβλητικά από την Κ. Μαραγκουδάκη και με υποβλητική μουσική τόνωσης των καταστάσεων του Αλ. Γκόνη (βίντεο – σχόλιο του Στάθη Αθανασίου), άφησε τους ταλαντούχους ηθοποιούς του να λιώσουν μέσα στο ρευστό μιας σκηνικής γλυπτικής (κίνηση Ζωής Χατζηαντωνίου).
Ο ίδιος ο Καρατζογιάννης υποδύθηκε έναν ενοχικό γιο στις «Οικογενειακές φωνές» με εσωτερική ταραχή και αγγλική ψύχραιμη κοσμιότητα ως παρουσία. Ο Νίκος Πουρσανίδης υποδύθηκε στη «Νύχτα» το συγκεχυμένο παρελθόν στα σύνορα λήθης και μνήμης μιας φθαρμένης συζυγικής σχέσης. Η Λουκία Μιχαλοπούλου σε δύο ρόλους έδειξε άλλη μια φορά πόσο συλλαμβάνει τους ρόλους με τα εντόσθια και πόσο οι ρυθμοί της πηγάζουν από την καρδιά.
Σύνθεση – σκηνοθεσία:Μάνος Καρατζογιάννης
Μετάφραση:Δήμος Κουβίδης
Σκηνικά:Γιάννης Αρβανίτης
Κοστούμια:Βασιλική Σύρμα
Φωτισμοί:Κατερίνα Μαραγκουδάκη
Ερμηνείες:Δημήτρης Καταλειφός, Ολια Λαζαρίδου, Λουκία Μιχαλοπούλου, Νίκος Πουρσανίδης, Μάνος Καρατζογιάννης και ο μικρός Σπύρος Γουλιέλμος
Η παράσταση παιζότανμέχρι χθεςστο Νέο Θέατρο Κατερίνας Βασιλάκου