Χαράματα 3ης Μαρτίου 1829. Υστερα από ένα επίπονο θαλάσσιο ταξίδι 21 ημερών, μια ομάδα περίπου 20 γάλλων επιστημόνων και καλλιτεχνών και 28 αξιωματικών τοπογράφων του Γενικού Επιτελείου Στρατού και Σώματος Μηχανικού που σχεδίαζε περιοδεία στον Μοριά αντικρίζει τον όρμο του Ναβαρίνου. Οταν τρεις ώρες αργότερα θα πλησιάσουν τη στεριά, τη μισοερειπωμένη πόλη του Ναβαρίνου –τη σημερινή Πύλο -, εκείνοι ανακαλούν με συγκίνηση στη μνήμη τους δύο σπουδαία ιστορικά γεγονότα που συνδέονταν με τον τόπο: την ταπείνωση των Λακεδαιμονίων από τους Αθηναίους το 425 π.Χ. στη μάχη της Σφακτηρίας και τη ναυμαχία του 1827 όπου ο γαλλικός, αγγλικός και ρωσικός στόλος κατατρόπωσε τις τουρκοαιγυπτιακές δυνάμεις. Και όλα αυτά ενώ τα μοναδικά στοιχεία που ξεπρόβαλλαν από τα ερείπια ήταν ένας μιναρές κι ένας φοίνικας…

Μόλις ξεκινούσε «ένα ταξίδι καλλιτεχνών στη χώρα των καλών τεχνών, σ’ αυτόν τον διάσημο τόπο όπου τα λείψανα τόσων ωραίων μνημείων υπάρχουν ακόμη και σήμερα, παρά τη φθορά του χρόνου και ακόμα περισσότερο παρά την εισβολή των βαρβάρων», όπως σημειώνει αργότερα ο αρχιτέκτων Γκιγιόμ Αμπέλ Μπλουέ στο δισέλιδο εισαγωγικό σημείωμα του δεύτερου από τους τρεις τόμους της μνημειώδους έκδοσης των 430 σελίδων μεγάλου σχήματος που κυκλοφόρησαν με φροντίδα δική του και των συνεργατών του υπό τον τίτλο «Επιστημονική Αποστολή του Μοριά». Ενα ταξίδι που κατά περίπτωση διήρκεσε από δύο έως δέκα μήνες επιτρέποντας στους συμμετέχοντες να πραγματοποιήσουν 56 διαδρομές συνολικής διάρκειας περίπου 430 ωρών με κύριους άξονες την Πελοπόννησο, τις Κυκλάδες και την Αττική. Και το περιεχόμενο του οποίου, που αφορά την αρχαιολογία, την αρχιτεκτονική, τη γλυπτική και τις επιγραφές, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μέλισσα υπό την επιμέλεια του αρχιτέκτονα, πολεοδόμου και εθνολόγου Γιάννη Σαΐτα και με τη συμμετοχή 15 εξειδικευμένων επιστημόνων. Βασίζεται, δε, τόσο στο δημοσιευμένο υλικό (1833 και 1838) όσο και σε μέρος του επιστημονικά ανεκμετάλλευτου αρχειακού υλικού των πεπραγμένων των αρχαιολόγων και των αρχιτεκτόνων της αποστολής. Και ακολουθεί την έκδοση από τον ίδιο οίκο και υπό τον ίδιο επιμελητή που αφορούν τη γεωγραφία, τη γεωλογία, τη χαρτογραφία και τις απόψεις τοπίων κατά τη διάρκεια του ίδιου ταξιδιού και είχαν καταγραφεί από τον συνταγματάρχη, φυσιοδίφη και γεωγράφο Μπορί ντε Σεν-Βενσάν.

ΑΡΧΑΙΑ ΚΑΙ ΒΥΖΑΝΤΙΝΑ. Τι ακριβώς αναζητούσε η γαλλική αποστολή, μέλος της οποίας (διευθυντής του τμήματος αρχιτεκτονικής και γλυπτικής) ήταν κι ο αρχιτέκτονας που μεταξύ άλλων ολοκλήρωσε τις εργασίες στην Αψίδα του Θριάμβου στο Παρίσι και σχεδίασε πρότυπα σωφρονιστικά ιδρύματα στην πατρίδα του; Να εντοπίσει αρχαίες θέσεις που αναφέρονταν τόσο από τον Στράβωνα και τον Παυσανία όσο κι από νεότερους περιηγητές και να προχωρήσουν σε ανασκαφές «με τρόπο που δεν θα προκαλέσουν βλάβες στα μνημεία, διότι τίποτα δεν θα ήταν πιο επονείδιστο από τη δημιουργία ενός μουσείου με τα ράκη που θα έχουμε αποσπάσει από τα κτίσματα της αρχαίας Πελοποννήσου».

Μεσσήνη, Ολυμπία, Φιγάλεια, Αργος, Σπάρτη, Μεγαλόπολη, Επίδαυρος, Μυκήνες, Αίγινα, Δήλος είναι μερικοί μόνο από τους σταθμούς της αποστολής. Κι ενώ ο αρχικός τους στόχος μοιάζει να είναι τα μνημεία της πρώιμης και κλασικής αρχαιότητας, δεν αδιαφόρησαν, όπως δείχνουν οι λεπτομερείς καταγραφές και αποτυπώσεις τους, για τις βυζαντινές και μεταβυζαντινές εκκλησίες, τα φραγκικά μεσαιωνικά ερείπια, τις κατασκευές της υπαίθρου και τα φυσικά τοπία.

Ωστόσο, όσο κι αν οι Γάλλοι φαίνονταν να έχουν θέσει αυστηρούς κανόνες, υπήρξαν στιγμές που «αναγκάστηκαν» να τους σπάσουν, καθώς οι επιθυμίες τους αποδεικνύονταν ισχυρότερες από τις αρχές τους. Κι έτσι όταν τους δόθηκε η ευκαιρία να μεταφέρουν στο Μουσείο του Λούβρου –με την άδεια της ελληνικής κυβέρνησης –τις εκπληκτικής τέχνης ανάγλυφες μετόπες από τον ναό του Διός στην Ολυμπία, τις πήραν χωρίς δεύτερη σκέψη. Και παρά το γεγονός ότι είχαν λάβει ρητές εντολές να περιοριστούν σε θέσεις που είχαν προσαρτηθεί στην ελεύθερη ελληνική επικράτεια με τη βοήθεια του γαλλικού εκστρατευτικού σώματος, εκείνοι θέλησαν σφόδρα να μελετήσουν τον εντυπωσιακό ναό που στεφανώνει τη νότια απόληξη της Αττικής, του Ποσειδώνα στο Σούνιο, και παρά τις έντονες διαμαρτυρίες του καπετάνιου που τους μετέφερε από τη Μήλο, εν τέλει αποβιβάστηκαν στην παραλία, χωρίς να γίνουν αντιληπτοί από την τουρκική περίπολο.

Σήμερα ο αναγνώστης έχει την ευκαιρία ξεφυλλίζοντας την ξεχωριστή αυτή έκδοση –η οποία απευθύνεται τόσο σε εξειδικευμένο όσο και στο ευρύ κοινό –να «δει» όσα είδαν οι οργανωμένοι γάλλοι περιηγητές σε τόπους που ακόμη δεν είχαν ανασκαφεί και μπορεί να είχαν ακόμη και λανθασμένη ταυτότητα. Παράλληλα μπορεί μέσα από τα σχόλια των σύγχρονων συγγραφέων και το πλούσιο εικονογραφικό υλικό να «ταξιδέψει» σε πλήθος αρχαιολογικών χώρων ανά την Ελλάδα. Για την εποχή της όμως –σύμφωνα με την εκδοτική ομάδα –«η Αποστολήτου Μοριά αποτέλεσε τομή για τη μελέτη του ελληνικού χώρου καθώς σηματοδότησε την κατάληξη των ατομικών προσπαθειών των περιηγητών και εγκαινίασε την εποχή της οργανωμένης και συστηματικής σπουδής του κι άφησε μια τόσο πλήρη εικόνα της χώρας που δεν απαντά σε κανένα άλλο εικονογραφικό εγχείρημα του 19ου αιώνα».

INFO

«Το έργο της Γαλλικής Επιστημονικής Αποστολής του Μοριά 1829-1838, μέρος ΙΙ» εκδ. Μέλισσα, σελ. 356, τιμή: 150 ευρώ. Περιλαμβάνει 724 σχέδια, φωτογραφίες, διαγράμματα και πίνακες και στο παράρτημα 60 αναπαραγωγές χαρακτικών πινάκων