Με σκηνικό τον ίδιο τον χώρο, την μεγάλη αίθουσα του Παρνασσού, ο «Ιππόλυτος» του Ευριπίδη ζωντανεύει σε μια παράσταση για δύο. Η υπερυψωμένη σκηνή βρίσκεται στην πλάτη του θεατή καθώς εκεί είναι το βασίλειο του Δημήτρη Καμαρωτού με τις μουσικές και τα όργανά του. Η Αμαλία Μουτούση, υποκριτής και φορέας του έργου, συμπληρώνει το ντουέτο.

Οι παρατεταγμένες καρέκλες αφήνουν μικρούς διαδρόμους ανάμεσά τους. Μια πολυθρόνα, ένα σκαμπό, ένα τραπέζι, βρίσκονται τοποθετημένα στα σημεία όπου θα εκτυλιχθεί η τραγωδία. Η δράση διαδραματίζεται παντού –κυρίως στον άδειο χώρο που βλέπουν μπροστά τους οι θεατές (πάντα πλάτη στη σκηνή). Η ηθοποιός μετακινείται, ανεβαίνει στο σκαμπό, συνομιλεί με το στρογγυλό τραπέζι, ανοίγει πόρτες, τραβάει κουρτίνες. Ντυμένη με ένα μοβ ταγιέρ και με τραβηγμένα τα μαλλιά της, η Αμαλία Μουτούση με τη λυγερόκορμη παρουσία της μπαινοβγαίνει στους ρόλους με τρόπο ουσιαστικό και εσωτερικό. Μοναδικό της όργανο ο εαυτός της.

«Ολη η τραγωδία σε μια μουσική για λέξεις» είναι ο υπότιτλος του «Ιππόλυτου». Και αυτό ακριβώς είναι η παράστάση. Με την αφήγηση να θυμίζει το παραμύθι που λέμε στα παιδιά πριν κοιμηθούν, αλλά που όσο το ακούν δεν κλείνουν ούτε για μια στιγμή τα μάτια τους, αφού θα τους πάρει μετά γλυκά ο ύπνος. Μια πρωτόγνωρη και αισθαντική εμπειρία για μεγάλους.

ΤΟ ΕΡΓΟ. Ο «Ιππόλυτος» διδάχτηκε το 428 π.Χ. και κέρδισε το πρώτο βραβείο. Γιος του Θησέα και της αμαζόνας Ιππολύτης, ο ωραίος και σεμνός νέος θα γίνει το αντικείμενο του πάθους της Φαίδρας, της δεύτερης γυναίκας του πατέρα του, της μητριάς του. Εκείνος δεν θα ανταποκριθεί στον ανόσιο έρωτα. Η Φαίδρα θα το συγκαλύψει αλλά η τροφός θα το αποκαλύψει στον Ιππόλυτο. Κι εκείνος με τη σειρά του θα νιώσει βαθιά φρίκη. Η μητριά του θα απαγχονιστεί, έχοντας προηγουμένως αφήσει σημείωμα στον Θησέα, διαβάλλοντας τον γιο του. Η τροφός θα το αποκαλύψει και ο Θησέας με σκληρή κατάρα θα καταστρέψει τον γιο του.

Η Αμαλία Μουτούση είναι και Φαίδρα, και Ιππόλυτος, και Θησέας, και Τροφός, και Αρτεμις, και Αφροδίτη, και Χορός, αλλάζοντας ανεπαίσθητα αλλά καίρια τη φωνή της. Οι 1.466 στίχοι, που άλλοτε τους διαβάζει σαν αφήγημα μέσα από το βιβλίο και άλλοτε τους ερμηνεύει, θα κυλήσουν μέσα στο δίωρο της παράστασης σαν νερό: άλλοτε εύκολα και γλαφυρά, άλλοτε περνώντας μέσα από στενωπούς και άλλοτε σαν να συναντά χαλίκια και πέτρες όπως απαιτεί η πλοκή του μύθου. Νηνεμία και θαλασσοταραχή, άπνοια και ανεμοστρόβιλος. Και η ηθοποιός, εκεί, ακάματη, μοιάζει σαν να φτιάχτηκε γι’ αυτήν την παράσταση. Με εσωτερικό ρυθμό και φυσική ροή, εμπεριέχει το τραγικό.

Ο διαρκής διάλογος με τους ήχους του Δημήτρη Καμαρωτού, ενός μουσικού που κατέχει την τέχνη του σε βάθος και την εκφράζει με μια σπάνια λεπτότητα, δημιουργεί κάτι το απόλυτο: μια συνομιλία που αναδεικνύει πεντακάθαρα το κείμενο και τον μύθο. Η μετάφραση του Γιώργου Φλέσσα, καθοριστικός αρωγός, δεν αφήνει ούτε λέξη ούτε νόημα να χαθεί.

«Οταν δεν χρειάζεται να ξεσπάσει ένα ποίημα, προτιμά να βηματίζει», γράφει ο Σεφέρης. Είναι ο στίχος που ακούμε από την Αμαλία Μουτούση, όταν ξεκινά να ξεδιπλώνει την ιστορία. Σαν κόκκινη κλωστή δεμένη, που καταλήγει κόμπος στον λαιμό των τραγικών ηρώων. Για να απελευθερώσει, ωστόσο, ηθοποιό, μουσικό και κοινό. Ατόφια ψυχική κάθαρση.

Σύλληψη & ηχητική δραματουργία: Δημήτης Καμαρωτός

Ερμηνεία: Αμαλία Μουτούση (κείμενο), Δημήτρης Καμαρωτός (μουσική)

Μετάφραση: Νίκος Φλέσσας

Συνεργασία στη δραματουργία: Σύλβια Λιούλιου

Σκηνικός χώρος: Εύα Μανιδάκη

Κοστούμια: Αγγελος Μέντης

Φωτισμός: Γιάννης Δρακουλαράκος

Σχεδιασμός ήχου: Κώστας Μπώκος

Οι παραστάσεις στον Φιλολογικό Σύλλογο Παρνασσός ολοκληρώθηκαν.