Τον Γιώργο Κυρίτση τον γνώρισε το πανελλήνιο, ως βουλευτή, από τα τσισάκια του. Ο ίδιος το ομολόγησε τον Ιούλιο του 2015, τότε που έκανε ντεμπούτο, λόγω αποχώρησης του Νίκου Χουντή, στο Κοινοβούλιο ψηφίζοντας το τρίτο Mνημόνιο. Κατά δήλωσή του, ντράπηκε τόσο για εκείνο το «Ναι σε όλα» όσο και όταν, μαθητής του Δημοτικού, είχε βρέξει το παντελονάκι του. Την εξίσωση της παιδικής αμηχανίας με την ευθύνη ενός βουλευτή ως προς τους ψηφοφόρους του και την πολιτική του συνείδηση ας πούμε ότι την αποδώσαμε τότε στην έλλειψη κοινοβουλευτικής εμπειρίας. Στη συνέχεια, βέβαια, είπε πολλά που αποδεικνύουν ότι δεν ήταν θέμα απειρίας, αλλά διαχείρισης ενοχών. Δεν έχει όμως σημασία. Τυχαίο το παράδειγμα αφού ο εν λόγω βουλευτής αποτελεί τον κανόνα ανάμεσα στους πολιτευτές του ΣΥΡΙΖΑ.
Προχθές, ωστόσο, μας χάρισε καινούργια σουξέ. «Εγώ αλλά και αρκετοί σύντροφοί μου στον ΣΥΡΙΖΑ έχουμε εκφράσει, εξαρχής, την αντίθεσή μας στην επένδυση στο Ελληνικό» είπε σε συνέντευξή του. Θεωρώντας, προφανώς, ότι ένας πολιτικός περισώζει το ηθικό του πλεονέκτημα στα τραπεζάκια του Φίλιον όπου διατυπώνει τις αντιρρήσεις του για το έργο της kυβέρνησης, την οποία στηρίζει με την κοινοβουλευτική του ψήφο. Φαντάζομαι ότι κάπως έτσι θα επιχρύσωσε το αριστερό του φρόνημα όταν αποφασίστηκε η ηλεκτρονική διεξαγωγή των πλειστηριασμών εναντίον των οποίων «έκοβε φλέβες». Πραγματικά, ζηλεύω τον Γιώργο Κυρίτση για το πώς χρησιμοποιεί τις ενοχές του ως (πολιτικά) επιχειρήματα. Oταν όμως, έστω και διά του λόγου, αντιτίθεσαι σε αυτό που καλείσαι να υποστηρίξεις, δεν κάνεις ακριβώς damage control, δηλαδή διαχείριση καταστροφής, όπως ο ίδιος δηλώνει, αλλά καταστροφή διαχείρισης.