Η σημερινή κυβέρνηση εξελέγη με την υπόσχεση της σύγκρουσης με τους εταίρους της και τους δανειστές της –ήταν η εποχή που η Ανγκελα Μέρκελ θα υποχωρούσε μέρα μεσημέρι και οι αγορές θα χόρευαν πεντοζάλι. Σχεδόν δυόμισι χρόνια από τότε, έχει περάσει στο άλλο άκρο: βασίζεται υπερβολικά στην καλοσύνη των ξένων –εάν δεν προσπαθεί να αρπαχτεί σαν ναυαγός από αυτήν στην αγωνία της να κεφαλαιοποιήσει πολιτικά τη δήλωση κάποιου ευρωπαίου αξιωματούχου ή ακόμη και κάποιο άρθρο που θα εμφανιστεί στον ξένο Τύπο.
Τα αποτελέσματα αυτής της τακτικής είναι μέχρι σήμερα κάτι χειρότερο από πενιχρά. Σε κάθε θετική δήλωση διατυπωμένη στην αγγλική ή τη γαλλική γλώσσα –με αδιαμφισβήτητο πρωταθλητή στο σπορ της διπλωματίας της κρίσης τον ευρωπαίο επίτροπο Πιερ Μοσκοβισί –αντιστοιχούν αποφάσεις του Eurogroup, του κατ’ εξοχήν οργάνου δηλαδή της πραγματικής πολιτικής, που προσγειώνουν την κυβέρνηση στη σκληρή πραγματικότητα.
Η κυβέρνηση υποδέχεται σήμερα με την ίδια αδημονία τον Μπρουνό Λεμέρ. Η πρόταση που κομίζει ο γάλλος υπουργός Οικονομικών από το Παρίσι, να υπάρξει ρύθμιση του χρέους μόνο σε περίπτωση που η ελληνική οικονομία δεν πετύχει ικανοποιητικούς ρυθμούς ανάπτυξης, είναι ασφαλώς καλοδεχούμενη. Θα ήταν λάθος, όμως, να δει τη γαλλική πρόταση σαν κάτι περισσότερο από αυτό που είναι. Και πολύ περισσότερο να διαφημίσει στην κοινή γνώμη τη γαλλική αβροφροσύνη ως σημάδι αλλαγής των συσχετισμών. Γιατί μπορεί η κυβέρνηση να έχει κάθε λόγο να αντικαταστήσει μια ομολογημένη αυταπάτη με μια άλλη, ακόμη ανομολόγητη. Οπως όμως έχει ήδη αποδειχθεί, οι επιπτώσεις είναι ολέθριες.