Την πορεία της μετασεισμικής ακολουθίας –μια η περιοχή είναι γνωστή για τη σεισμικότητα της –παρακολουθούν με ενδιαφέρον οι σεισμολόγοι. Το σίγουρο πάντως είναι πως ο σεισμός συνέβαλε στην αύξηση της απόστασης μεταξύ Λέσβου και Χίου, αφού είναι γνωστό από μετρήσεις του Αστεροσκοπείου Αθηνών πως τα δυο νησιά απομακρύνονται –κατά μέσο όρο –το ένα από το άλλο κατά ένα εκατοστό τον χρόνο!
«Το δυναμικό της περιοχής προκύπτει τόσο από τον μεγάλο αριθμό σεισμών που έχουν προκληθεί από την αρχαιότητα έως σήμερα όσο και από το μήκος των τοπικών ρηξιγενών ζωνών» αναφέρει στα «ΝΕΑ» ο διευθυντής ερευνών στο Αστεροσκοπείο Αθηνών Βασίλης Καραστάθης.
Σύμφωνα τον διευθυντή του Γεωδυναμικού Ινστιτούτου Αθηνών, καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών Ακη Τσελέντη, «η περιοχή χαρακτηρίζεται από μεγάλες ενεργές τεκτονικές δομές, οι οποίες μπορούν να δώσουν σεισμούς ίδιου ή και μεγαλύτερου μεγέθους».
Οπως λέει ο Βασίλης Καραστάθης, «δύο είναι τα πιο σημαντικά ρήγματα μεταξύ των δύο νησιών. Το ένα εκτείνεται νότια της Λέσβου και με βάση τα έως τώρα επιστημονικά δεδομένα είναι αυτό που έδωσε τον χθεσινό σεισμό. Παράλληλα με αυτό το ρήγμα, άλλα ρήγματα στην ίδια περιοχή συνδέονται με γεωθερμικά πεδία, γι’ αυτό και υπάρχει μια ιδιαίτερη ανησυχία. Το δεύτερο είναι αυτό που επεκτείνεται βόρεια των ακτών της Χίου, από τα Ψαρά έως την Χερσόνησο της Ερυθραίας (Καραμπουρούν) στην Τουρκία. Ξεκάθαρη εικόνα θα έχουμε με την ανάπτυξη της μετασεισμικής ακολουθίας, που πρακτικά θα υποδείξει με σαφήνεια τη ζώνη που ενεργοποιήθηκε».

ΤΟ ΡΗΓΜΑ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΑΣ. Ο Εγκέλαδος χτύπησε 28 λεπτά μετά τις τρεις το μεσημέρι. Ηταν τόσο ισχυρός, που έγινε αισθητός ακόμη και στην Κωνσταντινούπολη και τα Δαρδανέλλια, ενώ ταρακούνησε και την Αττική. Με την εκδήλωση του σεισμού (μεγέθους 6,1 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ ή 6,3 βαθμών της κλίμακας ροπής –η τελευταία κλίμακα θεωρείται πιο ακριβής τρόπος μέτρησης για μεγάλους σεισμούς) το μυαλό πολλών πήγε στο ρήγμα της Ανατολίας –τμήμα του οποίου καταλήγει στο Βόρειο Αιγαίο και στο παρελθόν έχει δώσει μεγάλους σεισμούς.
Ωστόσο, ο γεωλόγος – σεισμολόγος, διευθυντής Ερευνών στο Αστεροσκοπείο Αθηνών Θανάσης Γκανάς είναι κατηγορηματικός. «Ο χθεσινός σεισμός δεν έχει καμία σχέση με το ρήγμα της Ανατολίας» ξεκαθαρίζει.

Σύμφωνα με τον ίδιο, ο σεισμός σημειώθηκε 14 χιλιόμετρα από τη νότια ακτή του Πλωμαρίου, στη θαλάσσια περιοχή μεταξύ Λέσβου και Χίου, πάνω στο ρήγμα (νότια της Λέσβου) το οποίο βοηθάει στο άνοιγμα του στερεού φλοιού της Γης και σε βάθος 10 χιλιομέτρων». Και εξαιτίας του μικρού βάθους ο σεισμός ήταν πιο έντονος, με συνέπεια να προκληθούν μεγάλες ζημιές σε σπίτια –και άλλες κατασκευές –της Μυτιλήνης.
Ο ΠΑΠΑΖΑΧΟΣ. «Ο χθεσινός σεισμός ήταν ισχυρός αλλά συνηθισμένος για τα ελληνικά δεδομένα», επισημαίνει, μεταξύ άλλων, ο καθηγητής Γεωφυσικής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης Κώστας Παπαζάχος.
Οπως λέει, «ο σεισμός που προκλήθηκε θεωρείται συνηθισμένος επειδή στην Ελλάδα, κατά μέσο όρο, συμβαίνει κάθε χρόνο ένας σεισμός μεγέθους μεγαλύτερου των 6,3 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν χρονιές όπου δεν προκαλείται κανένας μεγάλος σεισμός».
Οι σεισμολόγοι είναι σίγουροι ότι η μετασεισμική ακολουθία θα διαρκέσει καιρό, γι’ αυτό και στέκονται ιδιαίτερα στο θέμα της ασφάλειας των κατοίκων αλλά και στην αποκατάσταση των ζημιών.
«Προσωπικά δεν ανησυχώ τόσο για τη μετασεισμική ακολουθία, αλλά για να ξεκινήσει όσο γίνεται πιο γρήγορα η διαδικασία αποκατάστασης των ζημιών που έχουν προκληθεί. Ο κόσμος πρέπει να ξαναβρεί τους ρυθμούς του» λέει ο πρόεδρος του Οργανισμού Αντισεισμικού Σχεδιασμού και Προστασίας (ΟΑΣΠ) Ευθύμιος Λέκκας.