Τον τρόπο με τον οποίο μπορούν να αναγνωρίσουν το 1% των ανδρών με τον μεγαλύτερο κίνδυνο καρκίνου των όρχεων, πιστεύουν ότι βρήκαν επιστήμονες από την Ευρώπη, οι οποίοι ανακάλυψαν νέα γονίδια που σχετίζονται με τη νόσο.
Οι ερευνητές λένε ότι ο έλεγχος των ανδρών για τα 19 νέα γονίδια και για άλλα 25 που ήταν ήδη γνωστά, θα επιτρέψει στους γιατρούς να εντοπίζουν τους άνδρες που έχουν 14 φορές περισσότερες πιθανότητες από το σύνηθες να εκδηλώσουν τον συγκεκριμένο καρκίνο.
Ο καρκίνος των όρχεων είναι η πιο συχνή κακοήθης νόσος των νεαρών ενηλίκων. Η μέση ηλικία των ασθενών κατά την εποχή της διάγνωσης είναι τα 33 έτη, αλλά το περίπου 7% των κρουσμάτων καταγράφεται σε παιδιά και εφήβους και άλλο ένα 7% σε άνδρες ηλικίας άνω των 55 ετών.
Τα καλά νέα είναι πως δεν είναι ιδιαίτερα συχνός, σε σύγκριση με άλλες μορφές καρκίνου των ανδρών (προσβάλλει 1 άνδρα στους 263), ενώ είναι ιάσιμος στην πλειονότητα των περιπτώσεων (οι πιθανότητες θανάτου από αυτόν είναι 1 στις 5.000), σύμφωνα με την Αμερικανική Εταιρεία Καρκίνου (ACS).
Τα νέα γονίδια εντοπίστηκαν από ομάδα ερευνητών από τη Βρετανία, τη Σουηδία και τη Νορβηγία, με επικεφαλής επιστήμονες του Ινστιτούτου Έρευνας του Καρκίνου (ICR) στο Λονδίνο.
Όπως γράφουν οι ερευνητές στην επιθεώρηση Nature Genetics,συνέκριναν το γενετικό υλικό (DNA) 7.319 πασχόντων από καρκίνο των όρχεων με το DNA 23.082 υγιών συνομηλίκων τους.
Έτσι εντόπισαν 19 γενετικές μεταλλαγές που σχετίζονται με τη νόσο, πολλές εκ των οποίων επηρεάζουν τη σταθερότητα των χρωμοσωμάτων στον πυρήνα των κυττάρων.
Οι ερευνητές υπολογίζουν ότι οι άνδρες που κληρονομούν τα 19 αυτά γονίδια συν τα 25 που προγενέστερες μελέτες είχαν συσχετίσει με τη νόσο, έχουν 7 στις 100 πιθανότητες να εκδηλώσουν καρκίνο των όρχεων κάποια στιγμή στη ζωή τους.
Οι αντίστοιχες πιθανότητες στους άνδρες χωρίς αυτά τα 44 γονίδια είναι λιγότερες από 0,50 στις 100.
Τα νέα ευρήματα εγείρουν την πιθανότητα να δημιουργηθεί ένα γενετικό τεστ που θα εντοπίζει τους άνδρες υψηλού γενετικού κινδύνου οι οποίοι θα μπορούν να παρακολουθούνται τακτικά, ώστε να εντοπιστεί αμέσως ένας καρκίνος, εάν τελικά αναπτυχθεί, δήλωσε ο επικεφαλής ερευνητής δρ Πωλ Ουώρκμαν, από το ICR.