Ηταν Ιούνιος. Με ζέστη. Τα περισσότερα σπίτια δεν είχαν κλιματιστικά. Δεν υπήρχαν κινητά. Ούτε ιδιωτική τηλεόραση. Ο Αθήνα 9,84, ο πρώτος δημοτικός ραδιοφωνικός σταθμός, εξέπεμπε μόλις 15 μέρες. Δεν χρησιμοποιούσαμε κομπιούτερ. Δεν είχαμε Ιντερνετ. Δεν επικοινωνούσαμε με μέιλ. Δεν ξεχαρμανιάζαμε στο facebook. Δεν ξέραμε τι είναι το ΑΤΜ. Δεν υπήρχε Αττική Οδός ούτε εμπορικά κέντρα ούτε κινηματογράφοι multiplex. Δεν υπήρχαν πολλά από αυτά που σήμερα θεωρούμε δεδομένα. Υπήρχε όμως μία χώρα που ονειρευόταν το μέλλον της. Και ήταν συναρπαστικό να ζεις την πρώτη νιότη σου σε μια χώρα που ονειρεύεται το μέλλον της.
Ηταν Ιούνιος. Με ζέστη. Και ορθάνοιχτες μπαλκονόπορτες. Κυριακή. «Ελλάδα μπορείς, μπορείς να προκριθείς». Ο ιδρώτας του Καμπούρη λες και νοτίζει την οθόνη της τηλεόρασης. Ρίχνει τις βολές. Τρίποντο. Οι μπαλκονόπορτες αντιλαλούν. Ξεχυνόμαστε στους δρόμους. H κατάκτηση του Eurobasket ήταν η αφορμή. Τώρα πια συνειδητοποιώ ότι αυτό που, χωρίς να το ξέραμε, πανηγυρίζαμε ήταν η μεγάλη έξοδος από την εθνική μας εσωστρέφεια, η ιχνηλάτηση του ευρωπαϊκού μας στίγματος. Εν τω μεταξύ, σε ένα σπίτι στο Καβούρι, η περιγραφή του τελικού είναι για τον φίλο μου τον Μάκη η ηχητική υπόκρουση στο βουβό του κλάμα. Πριν λίγες ώρες, ο Billy Bo, ένας αυτοδημιούργητος μικρός «πρίγκιπας», το πρώτο επώνυμο θύμα του AIDS στην Ελλάδα, είχε αφήσει την τελευταία του πνοή, παίρνοντας μαζί του την εποχή της αθωότητας. Και την επόμενη Τετάρτη τα δύο ανταγωνιστικά τότε περιοδικά, ο «Ταχυδρόμος» και το «Ενα», κυκλοφορούν με εξώφυλλο τον Βασίλη και τον θρίαμβο στο Eurobasket αντίστοιχα.
Είναι Ιούνιος. Τριάντα χρόνια μετά από εκείνη την 14η Ιουνίου. Και είναι οδυνηρό να ζεις σε μια χώρα που δεν μπορεί να ονειρευτεί.