Το ύψος της δόσης, οι στόχοι πρωτογενών πλεονασμάτων μετά το 2022 και οι διατυπώσεις αναφορικά με τη διευθέτηση του χρέους μετά τη λήξη του προγράμματος το καλοκαίρι του 2018, σε συνδυασμό με τις δεσμεύσεις για την ενίσχυση της ανάπτυξης στην ελληνική οικονομία, θα κρίνουν αν στο σημερινό Eurogroup θα υπάρξει συμβιβασμός ή ρήξη.
Το κλίμα που μεταφέρεται από ευρωπαϊκές πηγές δείχνει προς την κατεύθυνση του συμβιβασμού παρά τις πολιτικές κορόνες της ελληνικής κυβέρνησης οι οποίες εντάσσονται περισσότερο στην ανάγκη διαχείρισης ενός αποτελέσματος που δεν μπορεί να έχει καμία σχέση με τις προσδοκίες όλο το προηγούμενο διάστημα.
Ο καθαρός διάδρομος για το χρέος, η άμεση ένταξη στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, η πλήρης συμμετοχή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου στο ελληνικό πρόγραμμα αποτελούν μέρος ενός αφηγήματος ξεπερασμένου από τις ίδιες τις εξελίξεις και δομημένου εξαρχής σε ανεδαφικές προσδοκίες.
Οι διαπραγματεύσεις και οι προσπάθειες βελτιώσεων στη βάση της απόφασης του Μαΐου του 2016 όσον αφορά στο θέμα του χρέους θα συνεχιστούν έως την τελευταία στιγμή στις 4 το απόγευμα ώρα Ελλάδος, οπότε οι υπουργοί Οικονομικών της ευρωζώνης θα καθήσουν γύρω από το ίδιο τραπέζι στο Λουξεμβούργο. Στη διάρκεια της συνεδρίασης οι μοναδικοί παίκτες που θα μπορούσαν να προκαλέσουν ανατροπές στην πρόταση με την οποία θα βρεθεί αντιμέτωπος ο Ευκλείδης Τσακαλώτος είναι η Κριστίν Λαγκάρντ και ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε. Μέχρι τώρα δεν έχουν μετακινηθεί από τις θέσεις τους.
ΤΟ ΔΝΤ. Ο Ντέιβιντ Λίπτον, πρώτος αναπληρωτής διευθύνων σύμβουλος του ΔΝΤ, σε συνέντευξή του χθες στο Bloomberg εξέφρασε την ελπίδα να υπάρξει πρόοδος στο θέμα του ελληνικού χρέους. Το ΔΝΤ, είπε, προσέρχεται στη συνεδρίαση με την πάγια θέση του ότι το πρόγραμμα της Ελλάδας θα πρέπει να στηρίζεται σε δύο σκέλη: τις μεταρρυθμίσεις από τη μία και τις παρεμβάσεις στο χρέος από την άλλη.
Παρά το γεγονός ότι η κυβέρνηση συμβιβάστηκε απόλυτα με τις απαιτήσεις του ΔΝΤ ψηφίζοντας ενάμιση χρόνο νωρίτερα μέτρα τα οποία θα αρχίσουν να εφαρμόζονται –στο βασικό σενάριο –το 2019, το Ταμείο έχει πάψει το τελευταίο διάστημα να πιέζει για ριζική διευθέτηση του ελληνικού χρέους ώστε να γίνει βιώσιμο. Οπως επανέλαβε χθες ο Λίπτον, μια διέξοδος θα ήταν «να εγκρίνουμε κατ’ αρχήν το πρόγραμμα» και μετά «να αρχίσουμε πιο εντατικά, αφού θα έχει διευθετηθεί αποφασιστικά το θέμα του χρέους».
Το βασικό πρόβλημα για αυτήν τη μεσοβέζικη λύση είναι ότι εάν δεν αλλάξει δραστικά η απόφαση του Μαΐου 2016 η αποφασιστική διευθέτηση του χρέους δεν πρόκειται να γίνει πριν την ολοκλήρωση του προγράμματος τον Αύγουστο του 2018. Ακόμα χειρότερα, η «καθαρότητα» έναντι των μελλοντικών παρεμβάσεων στο χρέος τοποθετείται πλέον ακριβώς με τη λήξη του προγράμματος το καλοκαίρι του 2018. Οχι νωρίτερα.
Στο θέμα του χρέους, η επιμονή της Γερμανίας στην απόφαση του Μαΐου 2016 έχει εκμηδενίσει τις πιθανότητες θεαματικών αλλαγών, εκτός κι αν μεσολαβήσει ένα θαύμα.
Το παιχνίδι του συμβιβασμού επομένως θα πρέπει να στηθεί σε άλλο γήπεδο. Το ύψος της δόσης μπορεί να διαμορφώσει εντυπώσεις επιτρέποντας στην κυβέρνηση να επιχειρήσει ένα νέο αφήγημα βασισμένο στην ενίσχυση της ανάπτυξης της οικονομίας.
ΤΟ ΠΛΕΟΝΑΣΜΑ. Το ύψος του απαιτούμενου πρωτογενούς πλεονάσματος για την περίοδο μετά το 2022 αποτελεί ένα ακόμα καλό χαρτί. Ηδη η κυβέρνηση έχει συμβιβαστεί με πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ έως και το 2022. Στην προηγούμενη πρόταση στο τραπέζι του Eurogroup τα πρωτογενή πλεονάσματα για τη μετά το 2022 περίοδο είχαν υποχωρήσει έως το 2,2% του ΑΕΠ. Παράλληλα στο τραπέζι είχε πέσει το σενάριο επιμήκυνσης των δανείων του EFSF κατά 0 έως και 15 χρόνια, ανάλογα με τις ανάγκες και σύμφωνα με μία πηγή η δεκαπενταετία θα μπορούσε να αυξηθεί έως τα 17 1/2 χρόνια, εάν και εφόσον, πάντα στο τέλος του προγράμματος.
Ο κοινοτικός επίτροπος Πιερ Μοσκοβισί κάλεσε χθες και πάλι τους υπουργούς Οικονομικών της ευρωζώνης να μην παίζουν με τη φωτιά. Δύσκολα όμως το Eurogroup θα σβήσει πραγματικά τις φωτιές του ελληνικού χρέους.