Τα είχε καταλάβει όλα μόλις ένιωσε και άκουσε το βουητό του θανάτου να ξεπηδάει μέσα από τη Γη. Αυτό συμβαίνει με τους μεγάλους σεισμούς και έτσι λειτουργεί το ένστικτο στα ζώα. Και οι άνθρωποι ακούν ελάχιστες στιγμές πριν το μεγάλο ταρακούνημα το απόκοσμο βουητό που παγώνει το αίμα, όσο κανένα άλλο φυσικό φαινόμενο.
Το μεσημέρι της περασμένης Δευτέρας, στη μοιραία Βρίσα, το χωριό που ο σεισμός χτύπησε και πήρε για θυσία μία ακόμα γυναίκα, όπως είχε κάνει και πριν από 170 χρόνια, ένα σκυλάκι πρόλαβε να ξεπηδήσει μέσα από τα ερείπια. Εμενε στο σπίτι της 43χρονης γυναίκας, της Ελένης Βαλελή, που ήταν μάνα δύο παιδιών και η οποία εκείνη την ώρα ξεκουραζόταν. Ηταν μια γυναίκα που πάλευε με μία δύσκολη ασθένεια. Μία γυναίκα του μόχθου, που έσκαβε τη γη.
Τραγικός και αξεπέραστος ο πόνος των δικών της ανθρώπων, ασύγκριτος μπροστά στον πόνο του μικρού ζωντανού. Εξάντλησε την αυστηρότητα του ο θάνατος στην περίπτωση της γυναίκας. Φίλοι και συγγενείς έφθασαν έξω από το γκρεμισμένο σπίτι. Εφθασαν αμέσως και πυροσβέστες. Λίγη ώρα έκαναν να αντιληφθούν ότι η γυναίκα ήταν άφαντη. Το σπίτι γκρεμισμένο και εκείνη ήταν σίγουρα μέσα. Πάντα ξεκουραζόταν εκείνη την ώρα.
Τότε ήταν που την κάλεσαν στο κινητό της. Μπορεί κάτι να είχε συμβεί και να μην ήταν μέσα. Στη χειρότερη περίπτωση να είχε καταφέρει να βρει καταφύγιο κάτω από ένα τραπέζι, ένα κούφωμα. Ποιος εκείνη την ώρα θα έδινε σημασία στο σκυλάκι που σκαρφαλωμένο στα χαλάσματα γρατζουνούσε τις πέτρες μήπως και αισθανθεί την ανάσα της γυναίκας. Κανένα ίχνος όμως από το αφεντικό της.
Και τότε έκαναν όλοι ησυχία για να αφουγκραστούν τον ήχο του κινητού. Και ακούστηκε ο ήχος βαθιά μέσα από τα ερείπια αλλά η γυναίκα δεν το απάντησε. Ίσως ήταν τραυματισμένη, ακινητοποιημένη, ανήμπορη να μιλήσει, να κουνήσει τα δάκτυλα της, αλλά ζωντανή. Το έλπιζαν αυτό όλοι μπροστά στο σωρό χαλασμάτων.
Και έσκαψαν στα χαλάσματα. Ανάμεσα στα πόδια τους και το μικρό σκυλί. Δεν ήθελε χάδια αλλά αγωνιούσε. Ανέσυραν την άτυχη γυναίκα νεκρή. Ήταν περίπου πέντε ώρες μετά την κατάρρευση του σπιτιού. Δεν έμαθε κανείς αν η γυναίκα είχε ακούσει το τηλέφωνο να χτυπά, αν δεν το άκουσε ποτέ να χτυπά, αν σταμάτησε να το ακούει όταν μετά τη δύση του ήλιου ανοίχτηκε η δίοδος στα χαλάσματα και απεγκλωβίστηκε η σορός της.
Στον βαθύ τους πόνο και τη θλίψη τους οι άνθρωποι, οι άνθρωποι της γυναίκας και όσοι πολλοί πέρασαν μετά από εκεί αντικρίζοντας με τρόμο τα χαλάσματα, δεν έδωσαν σημασία στο ζωντανό που συνέχιζε να θρηνεί γοερά στο παλιό σπίτι. Γοερό το κλάμα για τον χαμό του αφεντικού του. Συνέχισε να κάθεται εκεί και να θρηνεί. Δεν είχε δώσει σημασία σε ένα σώμα που απομακρυνόταν σκεπασμένο με λευκό σεντόνι.Το κάνουν αυτό πολλές φορές οι σκύλοι. Σε πολλές περιπτώσεις, όταν τα ίδια τα ζώα νιώθουν να έρχεται το τέλος τους, αποχαιρετούν με έναν ιδιαίτερο τρόπο τους ανθρώπους που μοιράστηκαν για χρόνια την ίδια στέγη. Το κάνουν με αξιοπρέπεια.
Οι άνδρες της Πυροσβεστικής έχουν αντικρίσει πολλές φορές τέτοια περιστατικά. Επεμβαίνουν σε τραγικές περιπτώσεις όπου άνθρωποι έχουν χάσει άδικα τη ζωή τους. Έχουν δει το κενό βλέμμα των ζώων μπροστά στα άψυχα κορμιά των φίλων τους, αφεντικών, ανθρώπων.
Το μάζεψαν το μικρό σκυλί της άτυχης γυναίκας. Και το μετέφεραν σε χώρο φιλοξενίας ζώων για να έχει λίγη τροφή και νερό. Μακριά από την μοιραία Βρίσα, και την ανείπωτη θλίψη των συγγενών της άτυχης γυναίκας, των παιδιών της και των κατοίκων του χωριού, το σκυλί ζει πλέον με τον βουβό πόνο. Γνωρίζει από ένστικτο ότι δεν θα πάει ξανά στο χωράφι με τη γυναίκα.