Τρεις στις τέσσερις γυναίκες που μένουν έγκυοι δεν παίρνουν όσα κιλά χρειάζονται στη διάρκεια της κυήσεως, σύμφωνα με μια νέα μελέτη.
Ωστόσο, η απόκτηση υπερβολικά λίγων ή πάρα πολλών κιλών στην εγκυμοσύνη αυξάνει τον κίνδυνο αρνητικών εκβάσεων, όπως ο πρόωρος τοκετός και η ανάγκη για καισαρική τομή αντιστοίχως.
Στη νέα ανάλυση, που πραγματοποιήθηκε από διεθνή ομάδα επιστημόνων, εξετάσθηκαν στοιχεία από 23 προγενέστερες κλινικές μελέτες στις οποίες είχαν συμμετάσχει πάνω από 1,3 εκατομμύρια έγκυοι από την Ασία, την Αμερική και την Ευρώπη.
Οπως ανακάλυψαν οι επιστήμονες από το Πανεπιστήμιο Monash στην Αυστραλία και άλλα πανεπιστημιακά κέντρα, το 75% των εγκύων δεν είχαν υγιές σωματικό βάρος ενόσω κυοφορούσαν τα μωρά τους.
Στην πραγματικότητα, 23% δεν είχαν πάρει τα κιλά που θα έπρεπε, ενώ 47% είχαν πάρει πάρα πολλά.
Τα πολλά περιττά κιλά ήταν ιδιαιτέρως συχνά στις χώρες της Δύσης.
Σύμφωνα με την ανάλυση, που δημοσιεύεται στην Επιθεώρηση της Αμερικανικής Ιατρικής Εταιρείας (JAMA), το 7% των γυναικών ήταν λιποβαρείς (είχαν σωματικό βάρος κατώτερο από το φυσιολογικό) όταν έμειναν έγκυοι, ενώ το 38% ήταν υπέρβαρες ή παχύσαρκες.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν πως όσες έγκυοι είχαν πάρει πάρα πολλά κιλά είχαν 85% περισσότερες πιθανότητες να αποκτήσουν αφύσικα μεγαλόσωμο μωρό και 30% περισσότερες πιθανότητες να γεννήσουν τελικά με καισαρική τομή, σε σύγκριση με τις εγκύους οι οποίες είχαν πάρει βάρος εντός των συνιστώμενων ορίων.
Αντίστοιχα, όσες είχαν πάρει υπερβολικά λίγα κιλά, είχαν κατά 70% περισσότερες πιθανότητες να γεννήσουν πρόωρα τα μωρά τους και 53% περισσότερες πιθανότητες να αποκτήσουν λιποβαρές μωρό (και στις δύο περιπτώσεις, ο απόλυτος κίνδυνος ήταν 8 πιθανότητες στις 100).
Σύμφωνα με τις ισχύουσες συστάσεις, οι λιποβαρείς έγκυοι μπορούν να πάρουν 12,5 έως 18 κιλά όταν κυοφορούν ένα έμβρυο.
Οι γυναίκες με υγιές σωματικό βάρος μπορούν να πάρουν από 11,5 έως 16 κιλά, ενώ οι υπέρβαρες από 7 έως 11 κιλά.
Τέλος, οι παχύσαρκες γυναίκες πρέπει να περιορίζονται σε 5-9 κιλά.