«Η Σύνοδος Κορυφής της ΕΕ δεν έχει λόγο για το ελληνικό πρόγραμμα. Αρμόδιο όργανο για τη λήψη αποφάσεων είναι το Eurogroup» σημείωσε χθες στο Βερολίνο εκπρόσωπος του υπουργείου Οικονομικών. Με την άποψή του συντάχθηκε και η αναπληρώτρια εκπρόσωπος της καγκελαρίου Μέρκελ, Ουλρίκε Ντέμερ. «Ας περιμένουμε το Eurogroup» συνέστησε η Ντέμερ, ερωτηθείσα για το ενδεχόμενο να τεθεί το θέμα του ελληνικού χρέους στη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ στις 22 Ιουνίου. «Ο πρόεδρος του Eurogroup Γερούν Ντεϊσελμπλούμ ανακοίνωσε μετά την τελευταία συνεδρίαση ότι επιδιώκει μια συμφωνία στο Eurogroup. Τον υποστηρίζουμε στην προσπάθεια αυτή, προκειμένου να κλείσει επιτυχώς η δεύτερη αξιολόγηση του προγράμματος» είπε η Ουλρίκε Ντέμερ.

Από την απόφαση που θα ληφθεί στο Eurogroup θα εξαρτηθεί εάν θα χρειαστεί να ασχοληθεί εκ νέου και η γερμανική Βουλή με το ελληνικό πρόγραμμα. Εάν το Eurogroup αποφασίσει μέτρα που συνιστούν αλλαγή ουσιαστικών παραμέτρων του υφιστάμενου προγράμματος, τότε θα πάει το θέμα στην Μπούντεσταγκ, εξήγησε χθες ο εκπρόσωπος του υπουργείου Οικονομικών Γιουργκ Βάισγκερμπερ. Θεωρείται δεδομένο ότι βουλευτές κυρίως του συγκυβερνώντος κόμματος των Χριστιανοκοινωνιστών της Βαυαρίας θα τοποθετηθούν αρνητικά. Το υπουργείο του Σόιμπλε εκτιμά πάντως ότι δεν αποτελεί «ουσιώδη αλλαγή» ο συμβιβασμός που βρέθηκε με το ΔΝΤ να συμμετάσχει στο ελληνικό πρόγραμμα αλλά να πληρώσει στο τέλος του προγράμματος.

ΜΕΝΕΙ ΤΟ «ΕΑΝ ΧΡΕΙΑΣΤΕΙ». Το γερμανικό υπουργείο Οικονομικών δεν συζητά την «εγγύηση» που θέλει να αποσπάσει η ελληνική κυβέρνηση για το χρέος με μία διατύπωση στην απόφαση του Eurogroup, η οποία θα δεσμεύει τους πιστωτές ότι θα λάβουν μέτρα ελάφρυνσης του χρέους στο τέλος του προγράμματος. «Μια εγγύηση ή ένας αυτοματισμός για μέτρα ελάφρυνσης του χρέους δεν υπάρχει. Το ερώτημα εάν είναι πραγματικά απαραίτητα μέτρα για το χρέος μπορεί να απαντηθεί μόνο στο τέλος του προγράμματος» είπε ο εκπρόσωπος του υπουργείου Οικονομικών. Ο Σόιμπλε θα επιμείνει στη διατύπωση «εάν χρειαστεί», η οποία περιλαμβάνεται στην απόφαση του Eurogroup τον Μάιο του 2016. Δεν θα δώσει προκαταβολικά «εγγύηση» για τη λήψη μέτρων.

Ο λόγος που ο Σόιμπλε επιμένει στη διατύπωση «εάν χρειαστεί» είναι απλός. Ο ίδιος θεωρεί ότι στο τέλος του προγράμματος δεν θα είναι αναγκαία πρόσθετα μέτρα για το χρέος. Αυτό θα συμβεί εάν τη βάση υπολογισμού της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους αποτελέσουν οι εκτιμήσεις της Κομισιόν για την πορεία της ελληνικής οικονομίας. Στην περίπτωση αυτή, θα απομείνει προς ρύθμιση το ζήτημα στήριξης της Ελλάδας για την πλήρη έξοδό της στις αγορές μετά το τέλος του προγράμματος του ESM το καλοκαίρι του 2018. Ενδεχομένως με μια νέα «προληπτική γραμμή πίστωσης», όπως είχε συμφωνηθεί και για το δεύτερο πρόγραμμα που έληγε το καλοκαίρι του 2015, αλλά δεν ολοκληρώθηκε ποτέ.

Αντίθετα, μέτρα ελάφρυνσης του χρέους θα καταστούν «αναγκαία» εάν ο υπολογισμός της βιωσιμότητας γίνει με βάση τις εκτιμήσεις του ΔΝΤ για την πορεία της ελληνικής οικονομίας. Τόσο ο Σόιμπλε όσο και ο Τσακαλώτος χαρακτηρίζουν απαισιόδοξες τις προβλέψεις αυτές του ΔΝΤ, καθώς περιορίζουν τους ρυθμούς ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας μεσομακροπρόθεσμα κάτω από τον μέσο όρο της ευρωζώνης. Με την υπόθεση εργασίας του ΔΝΤ, η Ελλάδα θα χρειαστεί πρόσθετα 123 δισ. ευρώ, υπολόγισε το επιτελείο του Σόιμπλε. Για αυτά θα απαιτηθεί ένα νέο πρόγραμμα. Αλλά τέταρτο Μνημόνιο δεν θέλει κανένας. Ούτε η Αθήνα ούτε ο Σόιμπλε ούτε η Κομισιόν. «Είμαι πεπεισμένος ότι η Ελλάδα δεν θα χρειαστεί τέταρτο πρόγραμμα» είπε ο αρμόδιος επίτροπος Πιερ Μοσκοβισί σε συνέντευξή του στη χθεσινή «Μπερλίνερ Μόργκενποστ».

Η ΔΟΣΗ ΚΑΙ Η ΡΗΤΡΑ. Περιθώριο διαπραγμάτευσης υπάρχει για την ελληνική κυβέρνηση σε δύο σκέλη: πρώτον, να αυξηθεί πέραν των προβλεπόμενων 7 δισ. το ποσό που θα εκταμιεύσει η Ελλάδα με το κλείσιμο της αξιολόγησης. «Δεν θα τα σπάσουμε για αυτό» έλεγε χθες πηγή του γερμανικού υπουργείου Οικονομικών.

Το δεύτερο σκέλος αφορά την πρόταση του γάλλου υπουργού Οικονομικών Μπρουνό Λεμέρ για τη «ρήτρα ανάπτυξης» στην εξυπηρέτηση του χρέους. Αυτό θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο διαπραγμάτευσης στη συζήτηση που θα γίνει με αντικείμενο το αν και κατά πόσο θα χρειαστούν μέτρα για το ελληνικό χρέος όταν θα λήξει το τρέχον πρόγραμμα, εξηγούσε η ίδια πηγή. Οχι όμως τώρα.