Από τους ψηλότερους ορόφους του Grenfell Tower, οι κάτοικοι είχαν ανεμπόδιστη θέα στο Κένσινγκτον και το Τσέλσι, έναν από τους πλουσιότερους δήμους της Αγγλίας. Εντούτοις, η περιοχή στην οποία οι ίδιοι ζούσαν περιλαμβάνεται στο 10% των φτωχότερων περιοχών της. Οπως είπε χθες ο Τζέρεμι Κόρμπιν, το Κένσινγκτον «είναι η ιστορία δύο πόλεων». Πλούτος και ένδεια, αίσθημα υπεροχής και αίσθημα εγκατάλειψης τοποθετημένα δίπλα δίπλα. Ο σύλλογος των ενοίκων στο 24ώροφο κτίριο των εργατικών κατοικιών είχε επανειλημμένως, όσο και μάταια, καταγγείλει ελλιπή μέτρα πυρασφάλειας και ολιγωρία της διαχειρίστριας εταιρείας που είχε μισθώσει η ιδιοκτήτρια Αρχή –ο δήμος. Γι’ αυτό είναι τόσο μεγάλη η οργή όσων επέζησαν από την τραγωδία, αλλά και όσων περιοίκων την παρακολουθούσαν επί ώρες να εκτυλίσσεται. Γι’ αυτό και είναι τόσο διαφορετικές οι εικόνες από τις επισκέψεις που πραγματοποίησαν χθες στην περιοχή η συντηρητική βρετανίδα πρωθυπουργός Τερίζα Μέι και ο ηγέτης των Εργατικών.
Η Μέι φωτογραφίστηκε από μακριά να συνομιλεί (αποκλειστικά) με εκπροσώπους των σωστικών συνεργείων. Ο Κόρμπιν, από την άλλη πλευρά, πέρασε ώρα μιλώντας με κατοίκους και εθελοντές. «Ο κόσμος είναι θυμωμένος για την πολυετή πολιτική περικοπής δαπανών και εξοικονόμησης χρημάτων των Τόρις, και το γεγονός ότι αρνούνται να αναλάβουν τις ευθύνες τους» δήλωσε στην «Guardian» μία εθελόντρια, η Σινέντ Ο’ Χάρα. «Τα συμφέροντα των Τόρις θεωρούνται στενά συνδεδεμένα με εκείνα των επιχειρήσεων και των ιδιωτών ιδιοκτητών». «Αυτή τη στιγμή, ο κόσμος θέλει απαντήσεις και έχει απόλυτο δίκιο» δήλωσε η βρετανίδα πρωθυπουργός. «Γι’ αυτό και δίνω εντολή σήμερα για τη διεξαγωγή ενδελεχούς δημόσιας έρευνας, ώστε να φτάσουμε στις απαντήσεις. Το χρωστάμε στις οικογένειες, τους ανθρώπους που έχασαν αγαπημένους τους, φίλους και σπίτια».
Δεκαεπτά νεκροί και ακόμα 17 τραυματίες σε κρίσιμη κατάσταση: αυτός ήταν χθες ο προσωρινός απολογισμός της πυρκαγιάς στον Πύργο της Κολάσεως, το Grenfell Tower. Θα χρειαστούν μήνες προκειμένου να ολοκληρωθούν οι έρευνες στο κτίριο, επεσήμανε ένας διοικητής της αστυνομίας, ο Στιούαρτ Κάντι, εκφράζοντας την ελπίδα να μη φτάσει ο αριθμός των νεκρών σε «τριψήφιο νούμερο». Ειδικά εκπαιδευμένα σκυλιά στάλθηκαν χθες μέσα στον πύργο ώστε να εντοπίσουν σορούς, ενώ ειδικοί μηχανικοί εργάζονταν για τη στατική ενίσχυσή του, για να συνεχιστούν με ασφάλεια οι έρευνες των πυροσβεστών. Εννέα πυροσβέστες περιλαμβάνονται ήδη στους τραυματίες. «Μακροπρόθεσμα, ανησυχώ περισσότερο για την ψυχολογική υγεία πολλών από τους ανθρώπους που δούλεψαν εδώ» σχολίασε η επικεφαλής του πυροσβεστικού σώματος του Λονδίνου, Ντάνι Κότον. «Είδαν και άκουσαν πράγματα σε κλίμακα που δεν έχουν ξαναζήσει», πρόσθεσε.
Πώς ξεκίνησε η φωτιά; Οι πληροφορίες για ένα «ψυγείο που εξερράγη» παρέμεναν χθες ανεπιβεβαίωτες. Συνετέλεσε στην πυρκαγιά η ανακαίνιση που ολοκληρώθηκε πρόσφατα, και δη τα υλικά που χρησιμοποιήθηκαν για τη θερμομόνωση και την επένδυση των εξωτερικών τοίχων; Πυροσβέστες, αρχιτέκτονες και ειδικοί σε θέματα πυρασφάλειας δηλώνουν σοκαρισμένοι με την ταχύτητα με την οποία εξαπλωνόταν η πυρκαγιά από τον έναν όροφο στον άλλο. Υπήρχε κεντρικό σύστημα συναγερμού πυρκαγιάς; Αρκετοί ένοικοι δήλωσαν πως δεν υπήρχε, άλλοι πως δεν λειτούργησε, και πως μόνο οι συσκευές συναγερμού πυρκαγιάς που είχαν τοποθετηθεί σε ορισμένα διαμερίσματα έκαναν τη δουλειά τους. Τι επιπτώσεις είχε η αρχική σύσταση της πυροσβεστικής προς τους ενοίκους να παραμείνουν μέσα στα διαμερίσματά τους, κλείνοντας με βρεγμένες πετσέτες τα ανοίγματα; Η συμβουλή βασίζεται στην υπόθεση πως οι περισσότερες πυρκαγιές μπορούν να ελεγχθούν πίσω από την πυρίμαχη πόρτα κάθε διαμερίσματος: οι πυροσβέστες απομονώνουν κατόπιν τη φωτιά και διασώζουν τους ενοίκους όροφο προς όροφο. Αν όμως η πυρκαγιά εξαπλωθεί, οφείλουν να διατάξουν εκκένωση του κτιρίου. «Πρέπει να διαλευκάνουμε πλήρως αυτή την υπόθεση» δήλωσε χθες ο Τζέρεμι Κόρμπιν. «Υπάρχει απελπιστικό στρες και θλίψη. Υπάρχουν ακόμα σοροί που πρέπει να εντοπιστούν σε αυτό το φριχτό κτίριο. Θα απαιτήσουμε και θα λάβουμε απαντήσεις». Μοναδικό φωτεινό σημείο σε αυτόν τον ζόφο, η έκρηξη αλληλεγγύης των Λονδρέζων προς τους ενοίκους που επέζησαν μεν, έχασαν όμως τα πάντα: οι δωρεές έγιναν τόσο πολλές, που πολλοί από τους χώρους της κοινότητας όπου φιλοξενούνται προσωρινά έφτασαν να απορρίπτουν προσφορές, μη μπορώντας να διαχειριστούν τον όγκο τους.