Σχεδόν 200 Δημοκρατικοί εκλεγμένοι στο Κογκρέσο προσέφυγαν την Τετάρτη στην αμερικανική ομοσπονδιακή δικαιοσύνη εναντίον του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, κατηγορώντας τον ότι επωφελείται από το αξίωμά του για να επισωρεύει κέρδη από συμφωνίες με κυβερνήσεις του εξωτερικού.
Πρόκειται για τη δεύτερη προσφυγή η οποία υπεβλήθη αυτήν την εβδομάδα εναντίον του αμερικανού προέδρου: η Πολιτεία του Μέριλαντ και η Ουάσιγκτον προσέφυγαν τη Δευτέρα, κατηγορώντας τον Τραμπ ότι δέχεται πληρωμές από ξένες κυβερνήσεις μέσω της αυτοκρατορίας των ακινήτων που έχει δημιουργήσει.
Τη δεύτερη προσφυγή υπέβαλαν 30 γερουσιαστές και 166 μέλη της Βουλής των Αντιπροσώπων, όλοι τους Δημοκρατικοί. Η υποβολή της αναμφίβολα θα καταγγελθεί από τον Λευκό Οίκο ως κίνηση με κομματικά κίνητρα.
Οι προσφυγές αυτές στη δικαιοσύνη βασίζονται στη «ρήτρα για τις αμοιβές», διάταξη του αμερικανικού Συντάγματος η οποία απαγορεύει σε κάθε πρόσωπο που κατέχει δημόσιο αξίωμα να «λαμβάνει δώρα, αμοιβές, αξιώματα ή τίτλους οποιουδήποτε είδους από οποιονδήποτε ξένο βασιλέα, πρίγκιπα, ή ξένο κράτος» χωρίς τη συμφωνία του αμερικανικού Κογκρέσου.
Διχασμένοι οι νομικοί
Για τους προσφεύγοντες, ο πρόεδρος Τραμπ είναι ένοχος μόνιμων συγκρούσεων συμφερόντων, καθώς δεν έχει αποστασιοποιηθεί σε επαρκή βαθμό από τον όμιλο επιχειρήσεών του, τον οποίο διαχειρίζονται πλέον οι δύο μεγαλύτεροι γιοι του.
Οι προσφεύγοντες επισημαίνουν μεταξύ άλλων ότι ξένες αντιπροσωπείες πληρώνουν για τη διαμονή τους στο ξενοδοχείο Τραμπ της Ουάσιγκτον, ότι ξένες κυβερνήσεις αποφάσισαν να αγοράσουν ή να νοικιάσουν ακίνητα που έχει ανεγείρει ο όμιλος Τραμπ, ή ότι οι κινεζικές αρχές ενέκριναν τα εμπορικά σήματα προϊόντων της αυτοκρατορίας Τραμπ.
Οι προσφυγές με βάση τη συγκεκριμένη ρήτρα είναι εξαιρετικά σπάνιες στις ΗΠΑ και οι νομικοί διχάζονται για το εάν αυτές που υποβλήθηκαν αυτήν την εβδομάδα έχουν κάποια πιθανότητα επιτυχίας.
Εάν η αμερικανική δικαιοσύνη τις αποδεχθεί, αυτό θα σημάνει την έναρξη μακράς νομικής μάχης, κατά τη διάρκεια της οποίας τα μέλη του Κογκρέσου και φορείς των Δημοκρατικών αναμένεται ότι θα απαιτήσουν να δημοσιοποιηθούν οι φορολογικές δηλώσεις του Τραμπ — ο αμερικανός πρόεδρος αρνείται πάντα να τις δώσει στη δημοσιότητα.