Η μείωση της αξίας του μέσου καλαθιού αγορών των νοικοκυριών, η ελαχιστοποίηση των αυθόρμητων αγορών και οι απώλειες στον συνολικό τζίρο του λιανεμπορίου –συνέπειες της παρατεταμένης οικονομικής ύφεσης –φέρνουν αλλαγές στον κλάδο του λιανεμπορίου τροφίμων.

Το γεγονός ότι οι επιχειρήσεις σουπερμάρκετ μετρούν απώλειες 25% από την αρχή της κρίσης, με την πτώση το πρώτο πεντάμηνο του 2017 να έχει ήδη διαμορφωθεί στο 5%-6%, απαιτεί την αναπροσαρμογή τόσο στις στρατηγικές όσο και στα πλάνα ανάπτυξης που ακολουθούν οι επιχειρήσεις.

Οπως όλα δείχνουν, το μοντέλο του υπερμάρκετ της περασμένης δεκαετίας πεθαίνει και τη θέση του παίρνουν να καταστήματα μεσαίου μεγέθους που μπορούν να προσφέρουν στους καταναλωτές καλές τιμές και στους επιχειρηματίες διαχειρίσιμο κόστος, ενώ παράλληλα ο μεγάλος αριθμός καταστημάτων δεν είναι πλέον προτεραιότητα. Την ίδια στιγμή επιστρέφει και πάλι δυναμικά ο πόλεμος των προσφορών ως ανάχωμα στην πτώση των τζίρων καθώς η ανάκτηση των χαμένων μεριδίων για λιανεμπόρους και βιομηχάνους αποτελεί ανάγκη.

ΧΩΡΙΣ ΠΕΛΑΤΕΣ. Το μοντέλο των μεγάλων καταστημάτων που συγκέντρωναν πληθώρα υπηρεσιών για τους καταναλωτές δεν βρίσκει πλέον πελάτες. Οι σημαντικές περικοπές εισοδημάτων έπληξαν πρώτα τις μη βασικές ανάγκες και άφησαν χωρίς πελάτες κατηγορίες προϊόντων που φιλοξενούνταν στα ράφια των σουπερμάρκετ και δεν ήταν τρόφιμα, ποτά ή είδη νοικοκυριού.

Ταυτόχρονα η ανάπτυξη εξειδικευμένων καταστημάτων και η στροφή του κόσμου σε αυτά έκλεψαν τη λάμψη που άλλοτε είχαν. «Το πρόβλημα αυτό δεν είναι μόνο ελληνικό», λέει ο διευθύνων σύμβουλος της ΜΕΤΡΟ Αριστοτέλης Παντελιάδης. «Ο κλάδος τα προηγούμενα χρόνια επένδυε στον αριθμό των καταστημάτων, αρκετά από τα οποία άνω των 2.500 τ.μ., υπό την έννοια ότι πίστευε ότι ο τζίρος θα έρθει από το πολύ μεγάλο δίκτυο και τα υπερμάρκετ, κάτι που όμως αποδείχθηκε λάθος πολιτική.

Στην παρούσα συγκυρία, τα υπερμάρκετ που έχουν έντονη δραστηριότητα και σε άλλες κατηγορίες αγαθών, μη τροφίμων, όπως για παράδειγμα ηλεκτρικές συσκευές και ρούχα, έπιπλα κ.τ.λ., δεν μπορούν να πιάσουν τους τζίρους για τους οποίους σχεδιάστηκαν. Τώρα πλέον υπάρχουν φθηνά εξειδικευμένα καταστήματα για αυτές τις κατηγορίες προϊόντων. Ετσι για τις περιπτώσεις των υπερμάρκετ δεν αρκεί να δουλεύουν καλά μόνο τα τρόφιμα», εξηγεί ο κ. Παντελιάδης ο οποίος εκτιμά ότι πλέον το ιδανικό μοντέλο καταστημάτων έχει επιφάνεια από 800 έως 1.500 τ.μ.

ΜΕΙΩΣΗ ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗΣ. Την ίδια στιγμή οι καταναλωτές συνεχίζουν να μικραίνουν το καλάθι του κάνοντας περικοπές ακόμα και σε βασικά προϊόντα όπως γάλα, ψωμί και κρέας. Οπως λένε τόσο οι εκπρόσωποι του λιανεμπορίου τροφίμων όσο και οι εκπρόσωποι της βιομηχανίας, η πτώση της κατανάλωσης ακόμα και στα τρόφιμα αποτυπώνεται στις πωλήσεις των σουπερμάρκετ, οι οποίες στο πρώτο πεντάμηνο του έτους σημειώνουν πτώση συνολικά 5%-6% έχοντας περιορίσει το διψήφιο ποσοστό που εμφάνιζε στην διάρκεια του πρώτου τρίμηνου του έτους. Ωστόσο σε ορισμένες κατηγόριες προϊόντων η πτώση συνεχίζει να εκφράζεται σε διψήφια ποσοστά.

ΘΕΜΑ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑΣ. Την αρνητική τάση στην αγορά του λιανεμπορίου τροφίμων εξηγεί τόσο ο διευθύνων σύμβουλος της METRO ΑΕΒΕ (My Market), Αριστοτέλης Παντελιάδης όσο και ο πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών Τροφίμων Ευάγγελος Καλούσης. «Είναι γεγονός ότι η αγορά του οργανωμένου λιανεμπορίου κινείται πτωτικά, με την πτώση να υπολογίζεται πάνω από 5%. Η μείωση των πωλήσεων σχετίζεται με την ψυχολογία των καταναλωτών, οι οποίοι εμφανίζονται συγκρατημένοι, περιορίζουν τις αγορές τους αλλάζοντας ταυτόχρονα τα καταναλωτικά πρότυπα», λέει ο κ. Παντελιάδης.

Δείγμα των αλλαγών που έχει φέρει η οικονομική δυσπραγία των νοικοκυριών είναι το γεγονός ότι βασικά προϊόντα όπως είναι το γάλα και το κρέας χάνουν πωλήσεις.

Σύμφωνα με τον κ. Παντελιάδη, χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα στην αγορά κρέατος όπου μπορεί σε όγκο οι πωλήσεις να έχουν παραμείνει οι ίδιες, ωστόσο σε τζίρο υπάρχει μείωση καθώς ο κόσμος στρέφεται σε φθηνότερα είδη και μειώνει την κατανάλωση του μοσχαρίσιου κρέατος που είναι ακριβότερο, αντικαθιστώντας το με πουλερικά ή χοιρινό.
ΤΟ ΚΑΛΑΘΙ. Το ψαλίδι ακόμα και στα βασικά είδη διατροφής έχει περιορίσει το κόστος του καλαθιού στα 250 ευρώ μηνιαίως από τα 380 πριν το ξέσπασμα της κρίσης. Ενδεικτικό των περικοπών που κάνουν οι καταναλωτές για να ελαφρύνουν τον οικογενειακό προϋπολογισμό είναι το γεγονός ότι ακόμα και η αγορά γάλακτος καταγράφει μείωση περίπου 10%, και μάλιστα χωρίς να σημειώνεται στροφή των καταναλωτών από την αγορά του φρέσκου στο μακράς διαρκείας ή το εβαπορέ.