Οπως όλα δείχνουν, το μοντέλο του υπερμάρκετ της περασμένης δεκαετίας πεθαίνει και τη θέση του παίρνουν να καταστήματα μεσαίου μεγέθους που μπορούν να προσφέρουν στους καταναλωτές καλές τιμές και στους επιχειρηματίες διαχειρίσιμο κόστος, ενώ παράλληλα ο μεγάλος αριθμός καταστημάτων δεν είναι πλέον προτεραιότητα. Την ίδια στιγμή επιστρέφει και πάλι δυναμικά ο πόλεμος των προσφορών ως ανάχωμα στην πτώση των τζίρων καθώς η ανάκτηση των χαμένων μεριδίων για λιανεμπόρους και βιομηχάνους αποτελεί ανάγκη.
Στην παρούσα συγκυρία, τα υπερμάρκετ που έχουν έντονη δραστηριότητα και σε άλλες κατηγορίες αγαθών, μη τροφίμων, όπως για παράδειγμα ηλεκτρικές συσκευές και ρούχα, έπιπλα κ.τ.λ., δεν μπορούν να πιάσουν τους τζίρους για τους οποίους σχεδιάστηκαν. Τώρα πλέον υπάρχουν φθηνά εξειδικευμένα καταστήματα για αυτές τις κατηγορίες προϊόντων. Ετσι για τις περιπτώσεις των υπερμάρκετ δεν αρκεί να δουλεύουν καλά μόνο τα τρόφιμα», εξηγεί ο κ. Παντελιάδης ο οποίος εκτιμά ότι πλέον το ιδανικό μοντέλο καταστημάτων έχει επιφάνεια από 800 έως 1.500 τ.μ.
ΜΕΙΩΣΗ ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗΣ. Την ίδια στιγμή οι καταναλωτές συνεχίζουν να μικραίνουν το καλάθι του κάνοντας περικοπές ακόμα και σε βασικά προϊόντα όπως γάλα, ψωμί και κρέας. Οπως λένε τόσο οι εκπρόσωποι του λιανεμπορίου τροφίμων όσο και οι εκπρόσωποι της βιομηχανίας, η πτώση της κατανάλωσης ακόμα και στα τρόφιμα αποτυπώνεται στις πωλήσεις των σουπερμάρκετ, οι οποίες στο πρώτο πεντάμηνο του έτους σημειώνουν πτώση συνολικά 5%-6% έχοντας περιορίσει το διψήφιο ποσοστό που εμφάνιζε στην διάρκεια του πρώτου τρίμηνου του έτους. Ωστόσο σε ορισμένες κατηγόριες προϊόντων η πτώση συνεχίζει να εκφράζεται σε διψήφια ποσοστά.
Σύμφωνα με τον κ. Παντελιάδη, χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα στην αγορά κρέατος όπου μπορεί σε όγκο οι πωλήσεις να έχουν παραμείνει οι ίδιες, ωστόσο σε τζίρο υπάρχει μείωση καθώς ο κόσμος στρέφεται σε φθηνότερα είδη και μειώνει την κατανάλωση του μοσχαρίσιου κρέατος που είναι ακριβότερο, αντικαθιστώντας το με πουλερικά ή χοιρινό.
ΤΟ ΚΑΛΑΘΙ. Το ψαλίδι ακόμα και στα βασικά είδη διατροφής έχει περιορίσει το κόστος του καλαθιού στα 250 ευρώ μηνιαίως από τα 380 πριν το ξέσπασμα της κρίσης. Ενδεικτικό των περικοπών που κάνουν οι καταναλωτές για να ελαφρύνουν τον οικογενειακό προϋπολογισμό είναι το γεγονός ότι ακόμα και η αγορά γάλακτος καταγράφει μείωση περίπου 10%, και μάλιστα χωρίς να σημειώνεται στροφή των καταναλωτών από την αγορά του φρέσκου στο μακράς διαρκείας ή το εβαπορέ.