«Ακου να δεις, τρεις είναι οι βασικοί λόγοι για να μετατραπεί μια κατοικημένη περιοχή σε γκέτο: λεφτά, λεφτά και… λεφτά» είπε ο συνομιλητής που καθόταν σε ένα γραφείο στην Αθήνα, με τοίχους γεμάτους τιμητικούς θυρεούς από διάφορες αστυνομικές διωκτικές υπηρεσίες του εξωτερικού.
Και συνέχισε: «Συμβαίνει σε πολλές περιοχές του κόσμου και, να ξέρεις, μπορεί και βολεύει… Μην κοιτάς μόνο στην Αθήνα. Δες στη Νάπολι, στη Μαδρίτη, στην Κοπεγχάγη, στη Μασσαλία, στο Οσλο, στη Βουδαπέστη. Δες ακόμα και στη Ζυρίχη. Ολες οι μεγάλες πόλεις του κόσμου έχουν τους απόπατούς τους… Ολες οι εξηγήσεις που δίνονται έχουν επιστημονική εκδοχή. Ομως, πίσω από όλες βρίσκεται το χρήμα και όλοι οι τρόποι που παράγεται, πώληση ναρκωτικών, όπλων, ξέπλυμα, διαφθορά». Οσο και αν οι απόψεις του φλερτάρουν με τον κυνισμό, έχουν ένα κάποιο ενδιαφέρον. Γιατί αν καλοσκεφτεί κάποιος τι έχει συμβεί εκεί στις δυτικές περιοχές του Λεκανοπεδίου, πίσω από τα προφανή δεν θα δει τίποτε άλλο παρά «λεφτά, λεφτά και… λεφτά». Η λέξη-κλειδί, πάντως, από όλα όσα είπε η πηγή μας ήταν η λέξη «απόπατοι».
Και αν σκεφτεί κάποιος ότι τον τίτλο αυτόν δεν τον διεκδικούν μόνο κάποιες περιοχές στα δυτικά του Λεκανοπεδίου αλλά και στο κέντρο, τότε έχεις μπροστά σου ακόμα μία εκδοχή του αστικού τοπίου που αξίζει να ερευνηθεί εις βάθος. Ωστόσο το θέμα μας είναι το Μενίδι. Και όχι μόνο αυτό. Ζεφύρι, Ζωφριά, Αγία Σωτήρα, Ασπρόπυργος, Ανω Λιόσια, Λίμνη, Πυργούθι, Χαμόμηλο, Χαραυγή, Ανω Λουτρό, Λυκότρυπα, Αγία Μαύρα. Είναι οι δυτικές περιοχές όπου οι μαφιόζικες ομάδες –και όχι μόνες τους –έχουν μετατρέψει κάποια κομμάτια τους σε άβατα γκέτο για τις Αρχές, εγκαθιστώντας εκεί μικρά και μεγάλα στρατηγεία για κάθε είδους παρανομία.
Η κοπέλα που στεκόταν το απόγευμα της περασμένης Τρίτης στη Λ. Κατεχάκη, έξω από το υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, κρατώντας μια μαύρη σημαία, μιλούσε με έναν κύριο που κρατούσε ένα μικρό πλακάτ που έγραφε «Εξω η πρέζα από το Μενίδι». Παραδίπλα ένα ζευγάρι κρατούσε από το χέρι ένα μικρό αγόρι, όχι πάνω από οκτώ ετών. Αν δεν τα κρατούσαν όλα αυτά και αν δεν είχαν συμβεί όλα όσα συνέβησαν τις τελευταίες ημέρες, θα νόμιζες ότι αυτοί οι κανονικοί άνθρωποι ήταν περιπατητές, επιβάτες του μετρό, πελάτες σε σουπερμάρκετ, ότι στέκονταν στην ουρά κάποιας εφορίας ή κάποιου ταμείου ανεργίας. Οχι ότι είχαν πάει έξω από το υπουργείο Προστασίας του Πολίτη για να φωνάξουν ότι ζούσαν σε μια περιοχή που μοιάζει με κομμάτι από τη ζούγκλα της Κολομβίας ή, τέλος πάντων, με συνοικία της Μπογκοτά, ότι ο αέρας που αναπνέουν έχει ίχνη ηρωίνης, ότι το παιδί που χάθηκε την περασμένη Παρασκευή δεν ήταν αποτέλεσμα κάποιας «στραβής», όπως είπε το κυβερνητικό στέλεχος στην TV. «Κάποια στιγμή θα γινόταν. Και πόσα ακόμα γίνονται που δεν παίρνετε χαμπάρι εσείς οι δημοσιογράφοι» θα πει η κοπέλα με τη μαύρη σημαία.
Λίγες ημέρες μετά τον φόνο του 11χρονου αγοριού, η κατάσταση στις συνοικίες των δυτικών περιοχών του Λεκανοπεδίου μοιάζει με τον ασθενή που μόλις του άνοιξε ένα τεράστιο απόστημα και η μοναδική του επιλογή είναι να του το κλείσουν γρήγορα γρήγορα. Ξέροντας ότι είναι απλώς θέμα χρόνου να ξανανοίξει. Και τύχης, φυσικά, όπως γίνεται σε κάθε περιοχή του κόσμου όπου η κανονική ζωή, ό,τι και αν θεωρείται κανονική, ασφυκτιά κάτω από τη λειτουργία μαφιόζικων ομάδων και άλλων εγκληματικών δομών.
«Εδώ και πολλά χρόνια τα πράγματα έχουν αγριέψει ιδιαιτέρως εκεί, καθώς οι συμμορίες που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο είναι γνωστές στις Αρχές αλλοιώθηκαν από εγκληματικές ομάδες Αθιγγάνων που ήρθαν από τα Βαλκάνια, κυρίως Βουλγαρία και Ρουμανία, αλλά και άλλες ομάδες χωρίς φυλετικές διασυνδέσεις, παρά μόνο εγκληματικές, όπως αλβανικές, καθώς και ομάδες ομογενών εγκληματικών στοιχείων από τις χώρες της πρώην ΕΣΣΔ (Ελληνοπόντιοι αλλά και Γεωργιανοί). Αυτό άρχισε να συμβαίνει από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 και πλέον έχει περάσει στις επόμενες γενιές, αποτελεί μια μετεξελιγμένη πραγματικότητα» θα πει στα «ΝΕΑ» απόστρατος αξιωματικός της ΕΛ.ΑΣ. που έχει υπηρετήσει επί σειρά ετών σε καίριο πόστο σε αυτές τις περιοχές.
Αυτό που καλύπτει σαν βαρύ σύννεφο τις γειτονιές όπου οι μαφίες των μαχαλάδων πουλάνε όλα τα είδη των ναρκωτικών, είναι ένας περίεργος συνδυασμός ακραίας παραβατικότητας, προστασίας από κάποια ύποπτα κυκλώματα των Αρχών και διαφθοράς σε διάφορα επίπεδα. «Από την Τοπική Αυτοδιοίκηση και την Αστυνομία μέχρι και τη Δικαιοσύνη απλώνεται ένα περίεργο δίχτυ γεμάτο μπαλώματα αλλά και μεγάλες τρύπες από όπου χωράνε και περνούν πολλές χιλιάδες ευρώ. Και φυσικά όλα λειτουργούν υπό καθεστώς εγκληματικής σιωπής, όχι μόνο δεν αποδεικνύονται, αλλά δεν μπαίνουν καν στο τραπέζι» λέει στα «ΝΕΑ» ένας έμπειρος και μάχιμος δικηγόρος. «Είναι πολλές οι φορές που έρχονται στα δικαστήρια με χειροπέδες, καλοντυμένοι και σιωπηλοί σαν κανονικοί μαφιόζοι με σημαντικές κατηγορίες. Η ταχύτατη απελευθέρωσή τους προκαλεί θυμηδία τουλάχιστον για το αν οι κατηγορίες που τους αποδίδονται είναι βάσιμες από την πλευρά της Αστυνομίας. Για τα υπόλοιπα, δεν θέλουμε καν να πιστέψουμε τα σενάρια που κάνουμε».
Είναι κοινός τόπος ότι όλες οι μαφίες ανθούν και θάλλουν όπου υπάρχει εξαπλωμένη φτώχεια, εγκατάλειψη και διαφθορά. Κάτι τέτοιο φαίνεται πως συμβαίνει και στα δυτικά του λεκανοπεδίου Αττικής. Οι πληροφορίες αναφέρουν ότι τρεις είναι οι μεγάλες οικογένειες που ελέγχουν την προμήθεια των περιοχών με τις σημαντικότερες ποσότητες ναρκωτικών και με την υποστήριξη άλλων έξι ή επτά οικογενειών ρυθμίζουν τον διαμοιρασμό, τον έλεγχο των πωλήσεων, τις εισπράξεις και τα ποσοστά των δεκάδων μικρότερων διακινητών που είναι εγκατεστημένοι, αν μιλάμε για το Μενίδι, σε τουλάχιστον πενήντα διαφορετικά σπίτια. Μια ολόκληρη οργάνωση, έστω και αν οι περισσότεροι είναι φτωχοδιάβολοι και αυτός είναι ο μοναδικός τρόπος που τους προσφέρθηκε ποτέ για να βγάλουν κάποιο μεροκάματο. Γι’ αυτό, όσοι ξέρουν λένε ότι το θέμα δεν αντιμετωπίζεται μόνο με αστυνομικά μέτρα, όσο και αν φωνάζουν οι κάτοικοι των περιοχών αυτών ή τα ΜΜΕ για την ανυπαρξία της Αστυνομίας. Είπαμε, η εξαθλίωση είναι ο καλός φίλος κάθε μαφιόζικης ομάδας.
Υπολογίζεται ότι όλα τα μέσα μεταφοράς που φτάνουν στις συγκεκριμένες περιοχές (λεωφορεία και προαστιακός) μεταφέρουν καθημερινά τουλάχιστον 2.000 ανθρώπους από όλα τα σημεία της Αττικής για να «ψωνίσουν» ναρκωτικά. «Συγκεκριμένες ώρες, συγκεκριμένοι άνθρωποι, συγκεκριμένα δρομολόγια, είναι γνωστοί, σαν να πηγαίνουν για ψώνια στο σουπερμάρκετ» περιγράφει ένας κάτοικος της περιοχής στο τηλεφώνημα που είχαμε: «Οι στάσεις είναι χαρτογραφημένες, αλλά και τα μέτρα ασφαλείας που παίρνουν οι ίδιες οι μαφιόζικες ομάδες. Βάζουν γυναίκες και παιδιά και τους περιμένουν μερικά μέτρα από τις στάσεις των λεωφορείων για να μην ξέρουν και αυτοί πού ακριβώς είναι η βάση τους και πού φυλάσσονται τα ναρκωτικά. Πολλές φορές, όταν έχουν υποψίες ότι ο χρήστης δεν θα τα πληρώσει όλα ή έχει υποσχεθεί αλλά δεν έχει πληρώσει ακόμα, έρχονται και οι άντρες των ομάδων ή των οικογενειών. Σχεδόν πάντα, όταν έρχονται και αυτοί, θα πέσουν ή πιστολιές ή μαχαιριές» λέει ο ίδιος. Και συνεχίζει: «Δεν είναι μόνο αυτά. Τα πράγματα έχουν ξεφύγει τόσο πολύ, που έχουμε δει, μεσημέρι, μόλις έχουν σχολάσει τα παιδιά από το σχολείο, τοξικομανή να τραβάει μαχαίρι, να ληστεύει περαστικό και λίγα λεπτά αργότερα να δίνει όσα λεφτά άρπαξε σε ένα βαποράκι που του έφερε τη δόση του. Η κατάσταση είναι απελπιστική εδώ και κανείς δεν φαίνεται να είναι διατεθειμένος να κάνει κάτι. Και ένα από τα πιο επικίνδυνα πράγματα που μπορούν να συμβούν στην τοπική κοινωνία είναι αυτό που συνέβη μετά τον φόνο του παιδιού. Η αυτοδικία. Το να καθαρίσουν οι περιοχές μας από τις μαφίες είναι κάτι που το θέλουν και οι ίδιοι οι Αθίγγανοι, μην τους τσουβαλιάζουμε όλους, αυτό είναι το εύκολο…».