Ο επονομασθείς πατέρας του νατουραλισμού Εμίλ Ζολά εκδίδεται και επανεκδίδεται σε τακτά διαστήματα στη χώρα μας. Και όχι χωρίς λόγο –ξέχωρα από τη γνωστή εμπλοκή του με την υπόθεση Ντρέιφους που μέρος της αποτελεί το τολμηρό και ρηξικέλευθο «Κατηγορώ». Στο έργο του, η λεπτομερειακή ανάλυση του κοινωνικού και φυσικού περιγύρου, η αποτύπωση του περιβάλλοντος με αναλυτική ακρίβεια, η υιοθέτηση επιστημονικών μεθόδων (υπόθεση εργασίας, πείραμα, ανατροφοδότηση, επαγωγή, διάψευση, απόρριψη ή επαλήθευση των υποθέσεων κ.ο.κ.) αποτελούν στοιχεία συναρπαστικά. Συναρμοζόμενα δε με τη λυρική / ζωγραφική του δεινότητα και με τη γνώση του των διακυβευμάτων της εποχής, παράγουν ένα αποτέλεσμα οιονεί επικαιρικό και διανθρώπινο. Επέλεξα λοιπόν από την πρόσφατη παραγωγή δύο τελείως διαφορετικά και άνισα σε όγκο και στοχεύσεις έργα που τα διάβασα με βουλιμία.
Ο εξαντλητικός «Παράδεισος των Κυριών» είναι ένα όντως εντυπωσιακό έργο, εντασσόμενο στην περίφημη σειρά των Ρουγκόν – Μακάρ, όπου περιγράφεται η άνοδος και η πτώση ποικίλων κλάδων μιας οικογένειας κατά τον 19ο αιώνα. Κεντρικός ήρωας του έργου είναι εντούτοις ένα… πολυκατάστημα. Βασικά δομικά του στοιχεία είναι οι δραματικές αλλαγές που επιφέρει αυτός ο νέος θεσμός στα ήθη και στις παραγωγικές σχέσεις της εποχής, αλλά και οι εξελίξεις που οδηγούν στη θέσμισή του. Μέσα από ίντριγκες και έρωτες, ανταγωνισμούς και φιλοδοξίες που εκτρέφονται στους απέραντους διαδρόμους και τα επιμέρους διαμερίσματα του «Παραδείσου» σχολιάζονται ο άκριτος ασπασμός της προόδου, ο καταναλωτικός μεσοστρωματικός σοσιαλισμός, οι αστικοί / πολεοδομικοί μετασχηματισμοί στο Παρίσι του Οσμάν, ο οικονομικός ανταγωνισμός και η τάση του μεγάλου (διαρκώς μεγεθυνόμενου μάλιστα) να καταβροχθίζει το μικρό προκειμένου να επιβιώσει στο πλαίσιο της καπιταλιστικής κοινωνίας. Ολα αυτά; Βεβαίως, και άλλα πολλά δοσμένα με χειρουργική ακρίβεια, αλλά και με προβλεπτική δεινότητα.
Το γιγάντιο κατάστημα
Ο θεσμός του μεγάλου καταστήματος είναι σχετικά νέος φυσικά στο Παρίσι της λεγόμενης Δεύτερης Αυτοκρατορίας. Είχαν προηγηθεί αντίστοιχα γιγαντιαία μαγαζιά στο Λονδίνο, αλλά εκεί είχαν μια περισσότερο μαζική κατεύθυνση ως επιχειρήσεις που θα έδιναν διέξοδο στην αύξουσα βιομηχανική παραγωγή των κλωστοϋφαντουργείων του Μάντσεστερ και του Λίβερπουλ. Το Παρίσι ήρθε αμέσως μετά να προσδώσει στον θεσμό κομψότητα και χάρη, να προσθέσει μόδα και πολυτέλεια, να συναρμόσει τον γιγαντισμό της παραγωγής με μια διευρυνόμενη κατανάλωση, να συνδυάσει τον θρίαμβο του αστικού χώρου με εκείνον της βιομηχανικής ανάπτυξης. Ο Ζολά περιγράφει με εκπληκτική ακρίβεια και διόλου κρυμμένη λυρική διάθεση την αρχιτεκτονική με τις αψίδες και τα πρόσθετα στοιχεία, τη χρωματική έκρηξη, την παράδοση σε μια μεσοστρωματική πολυτέλεια (όπως ο θρίαμβος του μεταξιού), την κατασκευή του ονείρου μέσα από μια ατμόσφαιρα που άλλοτε παραπέμπει στον εξωτισμό της Ανατολής και άλλοτε στη γραφικότητα του Νότου. Ο «Παράδεισος των Κυριών» κάνει τις κυρίες πρωτίστως να ονειρεύονται. Η διαφήμιση συμβάλλει με ποικίλους και τώρα πια γνωστούς τρόπους προς την καταναλωτική βουλιμία, την αυτοπαγίδευση, την επιθυμία ανανέωσης, την ένδυση των ονείρων με βαμβακερά και δαντέλες. Η αισθητική παίζει πρωταρχικό ρόλο, αλλά αυτό που έχει σημασία εδώ είναι οι μηχανισμοί της νεόκοπης καπιταλιστικής οικονομίας: αξιοπιστία και εξυπηρέτηση, πειστικότητα στις στρατηγικές προβολής και μαζικότητα, εξοικονόμηση και επανεπένδυση, συσσώρευση και διαρκείς καινοτομίες, κυρίως όμως επέκταση στον χώρο (προκειμένου να μεγαλώσει η επιχείρηση) και τον χρόνο (προκειμένου να κατακτηθεί το μέλλον). Ετσι κι αλλιώς, το κόστος πέφτει σταθερά στα πολυκαταστήματα λόγω της μεγάλης κατανάλωσης, το στοκ ανανεώνεται πολύ συχνότερα από ό,τι στις παραδοσιακές μικρές επιχειρήσεις και επομένως τα γούστα και οι μόδες πρέπει ομοίως να μεταλλαχθούν για να υπηρετήσουν την ώριμη πλέον αγορά.
Με πάθος εντομολόγου
Ο γιγαντισμός είναι βασικό στοιχείο στην πλοκή του Ζολά. Εχει μελετήσει με πάθος εντομολόγου θέματα συνήθως ελάχιστα ελκυστικά για τους λογοτέχνες, όπως οι πιστωτικοί οργανισμοί, οι όροι δανεισμού, οι πολεοδομικές άδειες, τα εμπορικά δίκτυα, η βιομηχανική παραγωγή και βεβαίως ο ανταγωνισμός στο πλαίσιο της ελεύθερης οικονομίας και η σύγκρουση συμφερόντων. Ολα τούτα χωνεύονται στη γραφή του και δίνονται με απλότητα και ευκρίνεια, τόσο όσο, ας πούμε, η περιγραφή της κεντρικής αγοράς της γαλλικής πρωτεύουσας (των περίφημων Αλλ) στο κορυφαίο του για μένα έργο «Το στομάχι του Παρισιού», γραμμένο μία δεκαετία νωρίτερα. Και μέσα σ’ αυτόν τον θαυμαστό καινούργιο κόσμο κινούνται οι άνθρωποι ως συμμέτοχοι της πλοκής –από τις νεαρές πωλήτριες ώς τους επιχειρηματίες, τους πωλητές και τις πελάτισσες. Ποικίλοι έρωτες εξυφαίνονται και συμπλέκονται, οι νεαρές πρώην αγρότισσες που έχουν εισρεύσει στο Παρίσι ονειρεύονται να γίνουν μια μέρα σαν τις πελάτισσές τους και στο ενδιάμεσο κινούνται στις παρυφές της πορνείας και οι νεαροί υπάλληλοι πουλάνε εκδουλεύσεις, σπιουνεύουν τους άλλους και νοσταλγούν το χωριό τους. Το μεγάλο αφεντικό του «Παραδείσου», ο Μουρέ, επεκτείνεται διαρκώς αλλά βρίσκει τον δάσκαλό του στη νεαρή άμεμπτη Ντενίζ που δεν θα προδώσει τις ηθικές αρχές της και θα αποκρούσει τις ανήθικες προτάσεις του, εν αναμονή του μεγάλου έρωτα (που ευτυχώς για όλους θα ‘ρθει). Και ενώ οι μικρομαγαζάτορες απορροφώνται από τα μεγάλα καταστήματα, ενώ στο Παρίσι διανοίγονται διαρκώς τα μεγάλα βουλεβάρτα του Οσμάν και ξεπηδά ο Πύργος του Αϊφελ ως σύμβολο της νέας εποχής, η Ντενίζ θα επενδύσει στην εργατικότητα και τη φαντασία της για να ανέλθει κοινωνικά στην κλίμακα του μεγάλου καταστήματος. Ο Ζολά είναι εντέλει αισιόδοξος και όσο περισσότερο βυθίζεται ο ίδιος στον πολυποίκιλτο κόσμο του βιβλίου του, αλλάζει το ίδιο του το λεξιλόγιο. Η πρόοδος είναι αναπόφευκτη, μας λέει, και άλλος δρόμος δεν υπάρχει. Μπορεί κανείς να συμπονά όσο θέλει τους συγγενείς της Ντενίζ και όποιους άλλους άτυχους της ζωής που οι εξελίξεις τούς καταβροχθίζουν, αλλά το μέλλον είναι σ’ αυτόν τον θαυμαστό κόσμο των απολαύσεων, της μαζικής αισθητικής, των διαρκών καινοτομιών, των μεγάλων λεωφόρων. Η πρόοδος, ενόψει μάλιστα του επερχομένου εικοστού αιώνα, μετατρέπεται σε θρησκεία.
Στα χωράφια
Στους αντίποδες αυτής της μεγασύνθεσης, σαν ένα είδος εξισορρόπησης πόλης και υπαίθρου, «Η Πλημμύρα» μάς μεταφέρει στην αγροτική νοτιοδυτική Γαλλία, στις όχθες του ποταμού Γκαρόν, όχι μακριά από την Τουλούζ. Σε ένα τυπικό γαλλικό χωριό, ο κάποιας ηλικίας Λουίς Ρουμπέ έχει καταφέρει να ξεπεράσει τις αντιξοότητες της αγροτικής ζωής και τα χωράφια του αποδίδουν τους καρπούς τους πλουσιοπάροχα. Τριγύρω του μια ευρεία οικογένεια με παιδιά, εγγόνια και τα σχετικά, σε σχετική αρμονία με τους εαυτούς και τον περίγυρό τους, δουλεύουν σκληρά, τρώνε και πίνουν με ευφροσύνη και σχεδιάζουν ένα ακόμη αποδοτικότερο μέλλον. Ωσπου μια απρόσμενη πλημμύρα του Γκαρόν επιφέρει το δράμα. Οι σκηνές που ακολουθούν αποδίδονται με νατουραλιστική ακρίβεια, ενώ ο τρόμος και ο ηρωισμός συγκρούονται όταν η οικογένεια αναγκάζεται να καταφύγει στη στέγη του σπιτιού τους. Ο εξοντωτικός ρυθμός μάς κάνει να ασθμαίνουμε, ενώ ο Ζολά, κατά την προσφιλή του συνήθεια, έχει μελετήσει σε βάθος ακόμη και υδραυλικά ζητήματα ώστε να αποδώσει τη συμπεριφορά του σκοτεινού, απειλητικού νερού που κατατρώγει τα πάντα –ζώα, σπίτια, ανθρώπους, αποθήκες, γεννήματα (μηχανικός υδραυλικών έργων στην Προβηγκία ήταν, σημειωτέον, ο πατέρας του). Το δράμα της σύγκρουσης ανθρώπου – φύσης είναι εδώ πρωτεύον και διδακτικό και ο νικητής σαρωτικά ξεκάθαρος. Ωστόσο, αυτό που εντυπωσιάζει είναι η βαθιά γνώση ενός κόσμου άλλου από τα παρισινά βουλεβάρτα, όπως και της ανθρώπινης μοίρας όταν συμπλέκεται, παρά τις τεχνολογικές προόδους, με τη φυσική ιστορία. Ο κοινωνικός δαρβινισμός θριαμβεύει εντέλει ως θεωρία και πράξη, ενώ ο ώριμος πια νατουραλισμός του Ζολά βρίσκεται στη δεκαετία του 1880 στις καλύτερες μέρες του.
Αριστη η δουλειά και των δύο μεταφραστών.