Αξίζει να πουλήσεις για τριάντα χιλιάδες ευρώ την αιωνόβια ελιά που δεσπόζει στο κτήμα της οικογένειάς σου; Στην καταπληκτική ταινία «Η ελιά» (2016) της Ιθίαρ Μπογιαΐν ο ηλικιωμένος παππούς της πρωταγωνίστριας αρνείται πεισματικά να φάει και να μιλήσει. Η εγγονή του είναι πεπεισμένη ότι η κατάθλιψη του παππού οφείλεται στην ύβριν που διέπραξε η οικογένειά της και ξεκινάει ένα «ταξίδι» με σκοπό την επαναφορά της ελιάς στη θέση όπου ανήκει.

Σε μια δύσκολη συγκυρία κατά την οποία η κρίση ψαλιδίζει τις «περιττές» δαπάνες που κατευθύνονται στην ιστορική έρευνα, η εξαιρετική έκδοση των Γενικών Αρχείων του Κράτους θυμίζει ότι η αποκοπή από τις ρίζες, όπως άλλωστε συνέβη στη σπουδαία ισπανική ταινία, δεν μπορεί να θεωρηθεί πράξη δίχως συνέπειες. Επισημαίνει επίσης κάτι που για ένα έθνος το οποίο συχνά κομπάζει με αλαζονεία για την Ιστορία του θα έπρεπε να είναι προφανές: τη σημασία που (πρέπει να) έχουν για την κοινωνία η ιστορική μνήμη και η διατήρησή της. Η ίδια συγκυρία, εξάλλου, έχει αποδείξει με βάναυσο τρόπο ότι παρά την ακραία σχετικοποίηση που έχει επέλθει στην έννοια της ταυτότητας τα τελευταία χρόνια και παρά την έλευση στο προσκήνιο άλλων εναλλακτικών μορφών αυτοπροσδιορισμού, η «μοίρα» ενός εκάστου είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την εθνική ιστορία και την πορεία της στον χρόνο. Οι περίφημες «μικρές ιστορίες» που έχουν κατακλύσει τα ράφια των βιβλιοπωλείων δεν μπορεί παρά να εξαρτώνται από τη «μεγάλη», την οποία συχνά πυκνά πυροβολούμε ως ξεπερασμένη, επομένως το μεγάλο κάδρο είναι αυτό που συνιστά την ουσιαστική «βάση» της ιστορικής εξέλιξης, για να θυμηθούμε και τον θείο Κάρολο. Αυτή ακριβώς η πραγματικότητα ξεπηδά από τις σελίδες του υπέροχου λευκώματος των Γενικά Αρχεία του Κράτους , το οποίο αποτελεί τον κατάλογο της έκθεσης που οργανώθηκε από την αρχειακή υπηρεσία με αφορμή τη συμπλήρωση εκατό χρόνων από την ίδρυσή της.

Το τραγικό γεγονός

Τα Γενικά Αρχεία του Κράτους ιδρύθηκαν το 1914 με αφορμή μια καταστροφή: το 1893 το Ελεγκτικό Συνέδριο έλαβε την απόφαση να πολτοποιήσει τα αρχεία του, καταστρέφοντας έτσι ανεκτίμητης ιστορικής αξίας έγγραφα που αφορούσαν την Ελληνική Επανάσταση του 1821 και τη διοικητική ιστορία του ελληνικού κράτους στη διάρκεια του 19ου αιώνα. Το ελληνικό κράτος που τόσο καυχιόταν για την Ιστορία του, χάρη στην οποία και είχε ιδρυθεί, «την κατέστρεφε μόνο του μέσω της επιπόλαιης απόφασης μιας υπηρεσίας του» (σελ. 10). Το τραγικό αυτό γεγονός υπήρξε καταλυτικό ώστε ο Γιάννης Βλαχογιάννης, ο Σπυρίδων Λάμπρος και άλλοι φωτισμένοι άνθρωποι του καιρού τους να πρωτοστατήσουν στη δημιουργία μιας υπηρεσίας αρμόδιας για τη συλλογή και διαφύλαξη της αρχειακής μας κληρονομιάς. Στη βάση αυτή το 1914 ιδρύθηκαν τα Γενικά Αρχεία του Κράτους με πολιτική πρωτοβουλία του Ελευθέριου Βενιζέλου και τα υπόλοιπα είναι ιστορία. Μια ιστορία καθόλου ανέφελη, καθώς η ταραγμένη πορεία του ελληνικού κράτους στη διάρκεια του εικοστού αιώνα συχνά έθεσε σε δεύτερη μοίρα τη συγκέντρωση, διαφύλαξη και οργάνωση του αρχειακού υλικού. Είναι λοιπόν μάλλον ευτύχημα το ότι σήμερα, εκατό χρόνια μετά την ίδρυσή τους, στα Γενικά Αρχεία του Κράτους απόκεινται ιστορικοί θησαυροί που τεκμηριώνουν με θαυμάσιο τρόπο την ιστορική πορεία του ελληνικού έθνους στο διάβα των τελευταίων αιώνων.

Η έκθεση στο Ευγενίδειο

Η έκθεση, παράγωγο της οποίας είναι ο κατάλογος, φιλοξενήθηκε στο Ιδρυμα Ευγενίδου από τις 3 έως τις 30 Νοεμβρίου του 2014 και την επισκέφθηκαν περίπου εννέα χιλιάδες άτομα, εκ των οποίων οι περίπου πέντε χιλιάδες ήταν μαθητές σχολείων. Σε αυτήν εκτέθηκαν σημαντικά τεκμήρια που καλύπτουν υποδειγματικά μια ιστορική περίοδο περίπου πέντε αιώνων, από τις απαρχές του Νέου Ελληνισμού έως και την (πρόσφατη) μεταπολιτευτική περίοδο. Η επιλογή των τεκμηρίων μάλιστα από ένα σύνολο που ξεπερνά μόνο στα αρχειοστάσια της Κεντρικής Υπηρεσίας τα 50.000 μέτρα αρχειακού υλικού υποδεικνύει και μια άλλη διάσταση που πρέπει να τονιστεί ιδιαιτέρως: τον κυρίαρχο ρόλο των Γενικών Αρχείων του Κράτους στη διαμόρφωση των σύγχρονων ιστορικών σπουδών στη χώρα, όχι απλώς λόγω της αυτονόητης συμβολής τους στην εκπόνηση πλήθους διδακτορικών, μονογραφιών και άλλων ερευνών. Η εξέλιξη αυτή θα πρέπει να πιστωθεί στην επιλογή των ανθρώπων τους να μην ακολουθήσουν μια «μεταμοντέρνα», θα λέγαμε, προσέγγιση των τελευταίων δεκαετιών που θέλει την αρχειονομία να είναι αποκομμένη από την Ιστορία, απλώς μια «επιστήμη της πληροφορίας», αντιθέτως τη βλέπουν να συνομιλεί προνομιακά και δυναμικά με την Ιστορία, της οποίας και αποτελεί τον «δίδυμο αδελφό». Το υλικό που έχει επιλεγεί να παρουσιαστεί στον κατάλογο είναι απολύτως ενδεικτικό της κομβικής αυτής επιλογής, η οποία θα πρέπει να πιστωθεί σε μεγάλο βαθμό στον Νίκο Καραπιδάκη, διακεκριμένο καθηγητή Μεσαιωνικής Ιστορίας στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο και επί χρόνια πρόεδρο της Εφορείας των Γενικών Αρχείων του Κράτους: σιγίλια, αρχιτεκτονικά σχέδια, φωτογραφίες και περγαμηνοί κώδικες, μητρώα εργαζομένων, προκηρύξεις και φύλλα εφημερίδων συνυπάρχουν με μπομπίνες ταινιών, μουσικούς δίσκους και τεκμήρια μικρών στιγμών που φωτίζουν υποδειγματικά και χωρίς περιττούς σχολιασμούς τις αθέατες όψεις της κοινωνικής πραγματικότητας.

Πολυεπίπεδη ανάγνωση

Η παρακάτω επιστολή γυναίκας προς τον πρόεδρο της Δημοκρατίας Κωνσταντίνο Τσάτσο, τον Μάιο του 1977, για χορήγηση οικονομικής βοήθειας είναι χαρακτηριστική αυτής της πολυεπίπεδης «ανάγνωσης» που επιτρέπει το επιλεγέν υλικό. «Αξιότιμε κύριε Πρόεδρε», γράφει η αιτούσα, «σας έχω γράψη από τις 26 Μαρτίου και δεν μου απαντήσιται, γιατή; Μήπος νομήζεται πως αυτά που γράφο είναι ψέματα; […] να εργασθό δεν μπορό μα ούται και να ζητιανέβο 84 χρονόν γυναίκα. Που όση με βλέπουν με λυπούνται και μου λέναι εσή έπρεπαι να έχης σύνταξη από την πρότη μέρα της καταστροφής σου…» (σελ. 202).

Υπό την έννοια αυτή ο κατάλογος πολύ πέραν του να αποτελεί απλώς ένα εξαιρετικά καλαίσθητο παράγωγο μιας έκθεσης, συνιστά ανεμοδείκτη για το δέον γενέσθαι στις ιστορικές σπουδές, αναδεικνύοντας τον πλούτο κοινωνικής ιστορίας που φιλοξενείται στις συλλογές των Γενικών Αρχείων του Κράτους με τρόπο που πιστοποιεί εμφατικά πως όταν η «ιστορία του ασήμαντου» συναρτάται ικανοποιητικά με τις πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις, τότε το αποτέλεσμα σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να είναι μια «ασήμαντη ιστορία».

Ο Κώστας Κατσάπης (katsapius@gmail.com) είναι ιστορικός και συγγραφέας του βιβλίου «Το “πρόβλημα νεολαία”. Μοντέρνοι νέοι, παράδοση και αμφισβήτηση στη μεταπολεμική Ελλάδα (1964-1974)», Απρόβλεπτες Εκδόσεις, Αθήνα, 2013.