Παίρνω την ανηφόρα της Αριστοδήμου και στο οκτώ –πρώτος όροφος –μια κυρία του ελληνικού θεάτρου μού ανοίγει την πόρτα. Το πιάνο, τα βιβλία, οι φωτογραφίες: «Αυτές να τις πάρεις, είναι και η γιαγιά των παιδιών σου. Πότε; Ισως το τριάντα έξι. Ή τριάντα επτά; Πριν από την πτώχευση του πατέρα μου… Καπνοβιομηχανία Κνωσσός. Ξυπνήσαμε ένα πρωί στο Κάστρο και δεν είχαμε τίποτα πια. Το έγραψε ωραία η Κατίνα: “Και πάνω απ’ την οδύνη η περηφάνια. / Δεν πρέπει ο ξεπεσμός να μαθευτεί. / Ποιος ξέρει! Ισως μπορέσει να κρυφτεί / μες στα παλιά μεταξωτά φουστάνια”. Θα το βρεις στις “Κρητικές Σελίδες” της Θάλειας Καλλιγιάννη… Φύγαμε αφού τα πουλήσαμε όλα. Κρατήσαμε το πιάνο μου και το βιολί της Κατίνας. Αθήνα. Να σου πω, μέσα μου έλεγα πως τώρα θα τα καταφέρω. Εδώ, στην Αθήνα, ξεφορτώθηκα τη μικρή κοινωνία και θα γίνω ηθοποιός. Και η Κατίνα δίπλα μου, να γραφτώ στη σχολή θεάτρου, να κάνω πράξη τ’ όνειρό μου. Με φώναζε Αλεξ κι εγώ την έλεγα Σισίκα. Ώς το τέλος. Και μαθαίναμε μαζί τους ρόλους μου. Πρώτα εκείνη. Μόνο τώρα, με τη “Σονάτα” του Γιάννη, του Ρίτσου καλέ, δεν είναι πια εδώ».
Η φωτογραφία τραβηγμένη πάνω στα Μπεντένια· έτσι έλεγαν το βενετσιάνικο τείχος του κάστρου και ήταν πολύ της μόδας οι σπουδαγμένες της πόλης να περπατούν εδώ. Ισως τη μόδα είχε εγκαινιάσει η τολμηρή Γαλάτεια, αρχές του 20ού αιώνα, που έκανε εδώ τη βόλτα της με τον Νίκο Καζαντζάκη και την Ελλη Αλεξίου. Πρώτη αριστερά η Αλεξάνδρα Παΐζη. Γεννήθηκε στο Ηράκλειο, η μικρότερη από τα τέσσερα παιδιά του Ιθακήσιου Κωνσταντίνου και εγγόνι του σφακιανού οπλαρχηγού Πάτερου. Μπροστά, στο κέντρο της φωτογραφίας, η Κατίνα, είναι το πρώτο παιδί. Θα φοιτήσουν στο περίφημο Διδασκαλείο του Ηρακλείου και διδάσκουν η Κατίνα στο Πρότυπο, η Αλέκα στα φτωχά του αρμένικου σχολειού. Το Ηράκλειο λάμπει από λογοτεχνική κίνηση, περιοδικά, εκδόσεις, εκδηλώσεις. Μια ανήσυχη Χανιώτισσα, η Θάλεια Καλλιγιάννη, η αδελφή ψυχή της Κατίνας. Τα σημειώματα πάνε κι έρχονται από γειτονιά σε γειτονιά. Οι αδελφές κατοικούν πλάι στη σιναϊτική Αγία Αικατερίνη, σπίτι με μπανανιά στην αυλή, απέναντι ο φημισμένος φούρνος Κωνσταντουράκη, η κόρη του η Δανάη είναι η τελευταία δεξιά. Ευτυχισμένη η Δανάη, ο αδελφός της ο Κωστής έχει κιόλας εκδώσει την ποιητική συλλογή «Δώδεκα εφιαλτικές βινιέτες»: «Ωρες μεσονυχτίων τεφρών, στου Μοροζίνη / την κρήνη, φριχτά μ’ αφήνετε δεμένο / στους λέοντες (…)». Μόλις δεκαεπτά χρονών: ο Αρης Δικταίος. Απέναντι, διασχίζοντας την Πλαθιά Στράτα, στα Λεπλετζίδικα, μένει ο Μηνάς Δημάκης. Η Κατίνα έχει κιόλας εκδώσει δύο ποιητικές συλλογές, «Τα ροδοπέταλα» (1931) και «Απλοί σκοποί» (1936). Εχει λάβει γράμματα ενθουσιασμού από τον Καζαντζάκη και τον Τάκη Καλμούχο, από τον Σκαρίμπα και τον Δημαρά, από τον Βάσο Δασκαλάκη και τον Γιάννη Ρίτσο. Αλλά και ένα ανώνυμο γράμμα, φυλαγμένο προσεκτικά μέσα σε πλαστικό κάλυμμα, από τα χέρια της Αλέκας. Στο πλάι του η Αλέκα σημειώνει: «Γράφει ο Ν. Πλουμπίδης το 1931». Γιατί, αν και η Αλέκα Παΐζη δεν φρόντισε για τα δικά της πράγματα, πριν από τον θάνατό της (2009) είχε προσεκτικά τακτοποιήσει τα κατάλοιπα της αδελφής της.
Τα κορίτσια, σχεδόν όλα, θα ξανασυναντηθούν στην Αθήνα της Κατοχής. Και θα βρεθούν στο ΕΑΜ. Ελεγε η Κατίνα: «Πήγαμε στη μεγάλη διαδήλωση της Απελευθέρωσης. Με τη Γαλάτεια Καζαντζάκη και τον Κούλη Ζαμπαθά παρέα. Πανό θέλαμε να κρατήσουμε οι γυναίκες, να το πανό, γελάει ο Κούλης, Η ΤΕΧΝΗ ΣΤΟΝ ΛΑΟ, ακούς εκεί…». Για την Κατίνα θ’ αρχίσουν οι μικρές ταλαιπωρίες, για την Αλεξάνδρα της οι μεγάλες. Φυλακές και εξορίες. Και είναι στο Τρίκερι, στο στρατόπεδο γυναικών, η Κατίνα επίσκεψη με βραστά αβγά και ψημένη την κότα, πολύ θα γελάσουν που ξαναβρέθηκαν οι αδελφές Παΐζη, η Θάλεια Καλλιγιάννη, η νέα φίλη Νανά Καλλιανέση. Χρόνια αργότερα, όταν η Αλέκα γυρίσει από την προσφυγιά στην Ιταλία (ευτυχώς που είχε το διαβατήριο ως κυρία Τίτου Βανδή το 1967), στο πατάρι του εκδοτικού Κέδρος θα τρέχουν οι ιστορίες από στόμα σε στόμα. Η Κατίνα, ακόμη και τότε, στη σκιά της Αλέκας, ξεχασμένη και άγνωστη, σπανιότατα πια δημοσιεύει. Τελευταία συλλογή, «Παραλλαγές» (1955). Δασκάλα με φήμη στο ιδιωτικό των Γουδέληδων, αδελφή, μητέρα, γιαγιά και φίλη, να προστρέχει, να παραστέκεται σε όλους. Αποχαιρέτησε το Ηράκλειο της νιότης και του πρώτου έρωτα, τις όμορφες μέρες στον Ωρωπό και πέθανε ήσυχα το 1996. Θα φτάσουμε στο 1998, οι τηλεοράσεις ανά τη χώρα τραγουδούν: «Πόσο πολύ σ’ αγάπησα ποτέ δεν θα το μάθεις, / καλέ, που δεν εχάρηκες στα χείλη μου φιλιά. / Απ’ τη ζωή μου επέρασες κι αλάργεψες κι εχάθης / καθώς τα διαβατάρικα κι αγύριστα πουλιά». «Ο μεγάλος θυμός», τηλεοπτική σειρά με μεγάλη επιτυχία, μουσική Βασίλη Δημητρίου, όλη η χώρα τραγουδά τους στίχους της Κατίνας Παΐζη, «Αγάπη». Μόνο που η Κατίνα δεν μένει πια εδώ και είναι η Αλέκα που θέλει να κλείσει, με τον πιο όμορφο τρόπο, παλιούς λογαριασμούς.
Οι δυο τελευταίες γυναίκες της φωτογραφίας θα μείνουν ανώνυμες για τους πολλούς. «Ισως είναι η Αθηνά του ψυχιάτρου Ραπίδη ή μήπως η Αννα Γιγουρτζή; Πάντως η αφράτη δίπλα μου είναι η Ευρυδίκη Σπυριδάκη»· δασκάλα για τριάντα πέντε χρόνια, η μόνη που έμεινε πίσω, τις περίμενε να φέρουν τις ιστορίες τους από την πρωτεύουσα· τις δικές της στην Κατοχή δεν τις είπε ποτέ. Κι όταν, μετά το ογδόντα ένα, έδιναν οι νομαρχίες μετάλλια στους αντιστασιακούς, ακούστηκαν να γελάνε στο τηλέφωνο η Κατίνα, η Αλέκα, η Ευρυδίκη: «Καλέ, αυτοί μας δίνουν και παράσημα, άντε να βάλουμε τα ωραία μας φουστάνια». Γέλια. Τίποτα δεν δέχθηκαν. Πρόλαβαν, πάντως, να πουν στον θάνατο τον στίχο: «Μια στιγμή να πάρω τη ζακέτα».