«Καημένε Αλέξη Τσίπρα» χλευάζει η επιθεώρηση Politico σχολιάζοντας τα συνεχή τηλέφωνα στη Μέρκελ. Παρότι είχαμε συμφωνήσει, «οι Ελληνες είχαν ζητήσει τρεις επιπλέον εβδομάδες για επικοινωνιακούς λόγους» επιβεβαιώνει ο Σόιμπλε –αυτό που ήδη ξέραμε από τα πρακτικά του προηγούμενου Eurogroup και από τον Τσακαλώτο. Και από την άλλη, η «Libération» προτρέπει «Κύριε Μακρόν, απλώστε το χέρι στον ελληνικό λαό»! Η κοινωνία ζει σε ένα κλίμα καταπιεσμένης οργής και μοιρολατρίας. Τα όσα όμως διαμείφθηκαν στην πρόσφατη διαπραγμάτευση για τη δόση προσθέτουν ένα συναίσθημα εθνικής απαξίωσης.
Παράδοξη πράγματι η ταχύτητα με την οποία ο ΣΥΡΙΖΑ εξελίχθηκε από ελπίδα της ευρωπαϊκής Αριστεράς σε αντικείμενο χλευασμού ή ελεήμονος συμπάθειας! Οταν εκτοξεύτηκε απότομα στο στερέωμα της ελληνικής κρίσης, εξέπληξε γιατί φάνταζε σαν πρωτοπορία. Συγκέντρωσε το ενδιαφέρον όσων δεν ήξεραν την Ελλάδα ή δεν συναισθάνονταν την ελληνική κοινωνία. Δεν έλειψαν και αυτοί που είδαν την ευκαιρία να ζήσουν στην Ελλάδα τον μύθο τους που δεν μπορούσαν να ζήσουν στη χώρα τους. Γρήγορα έγινε φανερό ότι όπως η ελληνική κρίση ήταν μέρος μιας γενικότερης κρίσης, έτσι και ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν σύμπτωμα γενικότερων διεργασιών. Εντάχθηκε λοιπόν στο γενικότερο ρεύμα που έστρεφε σημαντικό τμήμα των δυτικών κοινωνιών κατά του «κατεστημένου», όπως και αν αυτό προσωποποιούνταν σε κάθε χώρα. Η «αντικατεστημένη» διάθεση πόρρω απείχε από το να έχει μια βαθύτερη ανατρεπτική δυναμική που θα αποτυπωνόταν σε ένα εναλλακτικό πολιτικό σχέδιο. Τροφοδότησε όμως ποικίλους λαϊκισμούς. Ακροδεξιούς συνήθως στις πιο πλούσιες χώρες της Ευρώπης, αριστερούς και ακροδεξιούς στη Νότια Ευρώπη. Στις περισσότερες χώρες αυτής της τελευταίας αποδομήθηκαν τα κομματικά συστήματα. Στην ελληνική περίπτωση, και ίσως στην Ισπανία, αποδυναμώθηκαν τα σοσιαλιστικά κόμματα καθώς το μεγαλύτερο μέρος της εκλογικής τους βάσης μετακινήθηκε σε ό,τι θεωρούσαν εγγύτερο συγγενή χώρο. Η εθνικολαϊκιστική κυρίως πτέρυγα του παλαιού ΠΑΣΟΚ μετακόμισε στον ΣΥΡΙΖΑ, οργισμένη από τα Μνημόνια και ελκόμενη από τον Τσίπρα.
Δεν χρειάστηκε πολύς χρόνος για να διαψευστεί η λαϊκιστική υπόσχεση. Λάθος εκτίμηση συσχετισμών, λάθος ανάγνωση των τάσεων, έλλειψη στοιχειώδους προγράμματος σε επαφή με την πραγματικότητα. Συνέπεια, η υπόλοιπη Ευρώπη αφήνει πίσω την κρίση, ενώ η Ελλάδα έχει παγιδευτεί. Αλλά στην πορεία η διάψευση πάει να εξελιχτεί σε ευτελισμό καθώς η «επικοινωνία» προσπαθεί να υποκαταστήσει το κενό. Ενα κόμμα που δεν είναι ριζοσπαστικό, γιατί είχε υποσχεθεί να συντηρήσει με κάποιον μαγικό τρόπο το παρελθόν. Ενα κόμμα που δεν είναι μεταρρυθμιστικό, γιατί δεν έχει ούτε το σχέδιο ούτε τη μαζική βάση στην κοινωνία για να κάνει προοδευτικές αλλαγές δικής του επιλογής. Ενα κόμμα που δεν είναι διαχειριστικό, γιατί ούτε ξέρει ούτε είναι διατεθειμένο να μάθει από εκείνους που ξέρουν. Τι να σου κάνει λοιπόν και η «επικοινωνιακή διαχείριση»; Πώς η συνεχής ενασχόληση με την επικοινωνία να μην υποβαθμίζει το κύρος της χώρας; Η κρίση φυσιογνωμίας του ΣΥΡΙΖΑ είναι ανοιχτή σε διάφορα ενδεχόμενα, αλλά δεν φαίνεται ο ίδιος να έχει την ικανότητα να ακολουθήσει με δική του απόφαση και με την αναγκαία συνέπεια κάποιο από αυτά. Οι εξωτερικές συνθήκες θα καθορίσουν την εξέλιξή του. Ώς τότε κινδυνεύει από το προφανές: να κερδίζει έδαφος στο εσωτερικό του ο πολιτικός κυνισμός και να συγκροτείται μια ομάδα εξουσίας παντός καιρού και περιστάσεων.
Στο διεθνές πεδίο, επίσης, το κύμα των λαϊκισμών φαίνεται να ανακόπτεται και να απομυθοποιείται λόγω των αποτυχιών και της διάψευσης των υποσχέσεών του. Οι αντίπαλοί του, τουλάχιστον οι πιο αισιόδοξοι, άρχισαν ήδη να πανηγυρίζουν. Αλλωστε, σε έναν κόσμο που η πληροφορία και τα γεγονότα κυκλοφορούν ακαριαία, είναι φυσικό και τα συναισθήματα να εναλλάσσονται εξίσου ραγδαία. Θα ήταν λάθος όμως ο πρόωρος ενθουσιασμός. Και θα ήταν λάθος η αντίληψη ότι θα γυρίσουμε σε μια «κανονικότητα» που πρόσκαιρα διακόπηκε από έναν περιστασιακό εκτροχιασμό. Η άνοδος των λαϊκισμών και τα προβλήματα αντιπροσώπευσης που εμφανίστηκαν έχουν μεγαλύτερο βάθος και δεν οφείλονται μόνο στην παγκόσμια κρίση του 2008. Πηγάζουν από την αλλαγή ιστορικής εποχής που ζούμε και οι μετασχηματισμοί αυτοί μάλλον θα επιταχυνθούν. Είναι επίσης περιοριστικό, και μάλλον παραπλανητικό, να ερμηνεύουμε την ήττα των λαϊκισμών και των αυταρχισμών με όρους απλώς κομματικούς. Οτι δηλαδή οι δυνάμεις που στηρίζουν τη φιλελεύθερη δημοκρατία ανακτούν την επιρροή τους, ότι το «Κέντρο άντεξε» ή ότι επανέρχονται τα παραδοσιακά κόμματα. Η ήττα των λαϊκισμών και των αυταρχισμών δεν θα επέλθει με την απλή αλλαγή των κομματικών συσχετισμών, όσο και αν αυτή είναι η αναγκαία προϋπόθεση. Αυτό που στην ουσία θα κρίνει την έκβαση της παρούσας ιστορικής φάσης είναι αν οι φιλελεύθερες δημοκρατίες θα μπορέσουν να ανανεώσουν τις πηγές της κοινωνικής, οικονομικής και πνευματικής νομιμοποίησής τους. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο εντάσσονται οι αναζητήσεις με τους βαρείς τίτλους «δίκαιη και περιληπτική (inclusive) ανάπτυξη», «δημοκρατική διακυβέρνηση της παγκοσμιοποίησης», «εμβάθυνση της ευρωπαϊκής ενοποίησης», «νέα αρχιτεκτονική του ευρώ» κ.λπ. Σε κάθε χώρα οι γενικές αυτές στοχοθεσίες αποκτούν το ιδιαίτερο περιεχόμενό τους.
Το ίδιο ισχύει και για την Ελλάδα, με δραματικότερους όμως όρους καθώς ζούμε ακόμα σε συνθήκες ελεγχόμενης χρεοκοπίας. Η Ελλάδα χρειάζεται μια ουσιαστική πολιτική και νοοτροπιακή αλλαγή. Μια νέα νομιμοποιητική βάση λειτουργίας που θα συγκεντρώνει τη μέγιστη δυνατή συναίνεση. Ετσι άλλωστε συμβαίνει ύστερα από δραματικές κρίσεις. Η νέα εποχή αρχίζει όταν διαμορφώνεται ένα άγραφο πλαίσιο αξιών, ιδεών και συμπεριφορών, το οποίο εκφράζει τη νέα αυτογνωσία και τους μελλοντικούς στόχους. Χρειάζεται λοιπόν να διατηρήσουμε το «δημοκρατικό κεκτημένο» της μεταπολιτευτικής Ελλάδας προφυλάσσοντάς το από τις επιθέσεις του λαϊκισμού, της βίας και της διάχυτης ανομίας. Παράλληλα όμως πρέπει να υπερβούμε αυτές που είτε εκ γενετής ή κατά την πορεία αναδείχτηκαν επικίνδυνες παθογένειες. Οι κατευθύνσεις και τα θέματα είναι γνωστά. Από την κατανάλωση και τη διανομή στην παραγωγή, την επένδυση και την επιχειρηματικότητα. Από το παραταξιακό πελατειακό κράτος στο επιτελικό κράτος με αυτονομία απέναντι στα κόμματα και τα οργανωμένα συμφέροντα, αναγέννηση της Δικαιοσύνης, υπεράσπιση των πρόσφατων μεταρρυθμίσεων στην εκπαίδευση και αποτροπή της οπισθοδρόμησης, κοινωνική συμφωνία για την παραγωγικότητα, δυναμική διαχείριση της δημόσιας περιουσίας, ιδεολογική καταδίκη της τρομοκρατίας και της βίας, ανάκτηση της εθνικής αξιοπρέπειας και του αυτόνομου ρόλου μας στην Ευρώπη.
Οι στόχοι είναι μεγάλοι και γι’ αυτό η «στρατηγική ήττα» των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, δηλαδή της νοοτροπίας που καλλιέργησαν στην κοινωνία, είναι μέρος της νέας φάσης, αλλά όχι επαρκής συνθήκη. Η Ελλάδα χρειάζεται να επανεπινοήσει τον εαυτό της σώζοντας από το παρελθόν ό,τι είναι να σωθεί και αλλάζοντας με την ευρύτερη δυνατή συναίνεση ό,τι πρέπει να αλλάξει. Πέρα, πάνω και παρά τα όποια κυβερνητικά σχήματα που θα προκύψουν από την ψήφο των πολιτών. Η εθνική ανασυγκρότηση απαιτεί η πολιτική ζωή του τόπου να κινηθεί σε δύο διακριτά, αν και αλληλένδετα, επίπεδα: της διακυβέρνησης και της νέας νομιμοποίησης της πολιτείας.
Αλλιώς ο χρόνος μέχρι τη νέα εθνική κρίση θα είναι βραχύς.
Ο Γιάννης Βούλγαρης είναι καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου