Η κυβέρνηση κορύφωσε μια διαπραγμάτευση για το χρέος και πήρε την εκταμίευση της δόσης και κάτι ψιλά. Οπως αποκάλυψε ο Σόιμπλε, χωρίς να τον διαψεύσει κανείς, αυτή η συμφωνία υπήρχε από τον Μάιο, αλλά για επικοινωνιακούς λόγους η κυβέρνηση επέλεξε να εξωθήσει τα πράγματα σε ένα νέο Eurogroup. Η συζήτηση για το χρέος μετατέθηκε τελικά για το 2018. Και το θέμα της βιωσιμότητας δεν λύνεται κατά τρόπο που θα επιτρέψει στη χώρα να πετύχει την ένταξη στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης. Εάν έγινε κάποια υποχώρηση, αυτή αφορά τον εξωραϊσμό κάποιων διατυπώσεων, ώστε να κρατηθεί το ΔΝΤ, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, στο πρόγραμμα.
Με άλλα λόγια, η κυβέρνηση, όπως τα κατάφερε, για να κλείσει την αξιολόγηση του τρίτου προγράμματος αναγκάστηκε να κόψει συντάξεις και να πάρει έναν σκασμό μέτρα. Να ψηφίσει, ουσιαστικά, ένα τέταρτο Μνημόνιο μέχρι το 2022. Και να δεσμευθεί για πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% μέχρι το 2022 και 2% μέχρι το 2060. Καθυστέρησαν μήνες ολόκληρους να κλείσουν την αξιολόγηση, με τεράστιες συνέπειες για την πραγματική οικονομία. Εκαναν μια διαπραγμάτευση σηκώνοντας το θέμα της διευθέτησης του χρέους και, στο τέλος, πήραν απλά την εκταμίευση της δόσης. Αυτονόητο ήταν. Αφού είχαν πάρει τα μέτρα θα έπαιρναν και τη δόση. Για την κυβέρνηση η απόφαση είναι θρίαμβος. Για τους υπόλοιπους ανακούφιση ότι δεν θα ζήσουμε ξανά το καλοκαίρι του 2015. Η κρίση αποφεύχθηκε και η σταθερότητα διατηρήθηκε, όπως είπε η Λαγκάρντ αλλά, δυστυχώς, τίποτα παραπάνω.
Πολιτικά η κυβέρνηση κερδίζει χρόνο ώς την άνοιξη του 2018. Μέχρι τότε δεν μεσολαβούν εμπόδια που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε πολιτικές εξελίξεις. Σ’ αυτό το διάστημα μια κανονική κυβέρνηση θα μπορούσε να προσελκύσει επενδύσεις, να προχωρήσει τις ιδιωτικοποιήσεις και, εκμεταλλευόμενη και ένα καλό για τον τουρισμό καλοκαίρι, να δημιουργήσει προϋποθέσεις αλλαγής κλίματος στην πραγματική οικονομία. Αυτό όμως προϋποθέτει μια κανονική κυβέρνηση. Γιατί οι επιδόσεις της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ στην πραγματική οικονομία είναι καταστροφικές. Παρέλαβαν μια οικονομία που έβγαινε, έπειτα από χρόνια ύφεσης, στην ανάπτυξη και την ξαναγύρισαν στη ύφεση. Υπερφορολόγησαν επιχειρήσεις και νοικοκυριά. Αύξησαν τις ληξιπρόθεσμες οφειλές του Δημοσίου φέρνοντας ασφυξία στην αγορά. Οι ιδιωτικοποιήσεις καρκινοβατούν και η ανταγωνιστικότητα της χώρας επιδεινώθηκε. Αποδυνάμωσαν το τραπεζικό σύστημα και εκποίησαν την περιουσία του Δημοσίου.
Με πολύ κόπο, αχρείαστο επιπλέον κόστος και χαμένο χρόνο για τον ελληνικό λαό, η κυβέρνηση, τελικά, προσαρμόστηκε στη μνημονιακή πραγματικότητα. Μόνο που για να βγει από το τούνελ της μνημονιακής πραγματικότητας στο ξέφωτο της ανάπτυξης το τρένο της ελληνικής οικονομίας χρειάζεται ατμομηχανή. Χρειάζεται δηλαδή μια άλλη κυβέρνηση.
Ο Κωνσταντίνος Αρβανιτόπουλος είναι καθηγητής πανεπιστημίου και πρώην υπουργός